Ήταν οι δυο τους. Εγώ κοιτούσα τη σκηνή από μια απόσταση. Θα μπορούσα να είμαι ο ένας ή ο άλλος. Δεν έμαθα ποτέ ποιος από τους δυο τους ήμουν.
Υποβλητική η νύχτα καθώς καθόντουσαν στο μισοσκόταδο, μ’ ένα κεράκι αναμμένο που είχε άρωμα κανέλας, ένα μπουκάλι κρασί και δυο ποτήρια να περιμένουν πότε κάποιος από τους δυο θ’ αποτραβούσε από τον άλλον τη ματιά του. Στο βάθος η φωταγωγημένη Ακρόπολη και μακριά οι ήχοι της πόλης, αόριστοι, οικείοι και ζεστοί, όπως κάθε φορά που τους ακούμε φιλτραρισμένους μέσα στην ευτυχία ή την αναπόληση της στιγμής.
Σε μια στιγμή το χέρι του γέμισε τα ποτήρια, σήκωσε το ένα και της το έδωσε. Τα μάτια της μια απέραντη θάλασσα από βαθύ μπλε, με μια χρυσή σπίθα να τρεμοπαίζει μέσα τους. Θα ήταν το φεγγάρι ή το κερί.
Εγώ συνέχιζα να κοιτάζω, λίγο μακριά τους, κι ακόμα δεν ήξερα ποιος απ’ τους δυο τους ήμουν.
Το κρασί ήταν κόκκινο. Γέμισε το ποτήρι του κι αυτός και το σήκωσε κοιτάζοντάς την. Είχαν τώρα κι οι δυο τους το ποτήρι υψωμένο. Κι είδα μες απ’ τα μάτια της πώς γέμιζε ο χώρος με άγρια χρώματα που πάλλονταν κι αγωνίζονταν απεγνωσμένα σαν να ’θελαν το καθένα να γεμίσει έναν καμβά με τον εαυτό του, κανιβαλλίζοντας τα υπόλοιπα, ακυρώνοντάς τα. Η μορφή απέναντί της δεν είχε πρόσωπο· ήταν όλοι. Κι είδα μες απ’ τα μάτια του τα δικά της. Ήταν τώρα μια σκοτεινή θάλασσα που εξουσίαζε τον χώρο, σταματούσε τον χρόνο κι ήθελε να τον σκεπάσει. Την πρόλαβε και κοίταξε το φεγγάρι.
Η σκηνή πάγωσε.
Για κάποιο λόγο μού ήρθε τότε στο μυαλό ένας στίχος του Li Bai, αυτού του αρχαίου Κινέζου ποιητή: Σηκώνω το κύπελλό μου για να ξελογιάσω το φεγγάρι. Αυτό, κι η σκιά μου, μάς κάνουν τρεις.
Ηλίας Οικονομόπουλος
(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου