Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

«Επικράτεια» - ποίημα του Γρηγόρη Σακαλή

Πάρε με και βάλε με
στην επικράτεια του σώματός σου
κλείσε τα σύνορα
ποτέ πια να μη βγω
ο κόσμος σου
να είναι κι ο δικός μου κόσμος
βαρέθηκα τις χλιαρές σχέσεις
τα σχεδόν έτσι, τα σχεδόν αλλιώς
κουράστηκα από τις άδειες συζητήσεις
τις ανόητες ερωτήσεις
θέλω να νιώσω ζωντανός μέσα σου
ελεύθερος στη σφιχτή σου αγκαλιά
πάρε με
και βάλε με στην επικράτεια
της ψυχής σου
εκεί πάντα ν΄αναπνέω.

           (Πηγή εικόνας: https://dianebuffingtonfineart.com/)

Νέα κυκλοφορία - «Ποιήματα (1971-2021)» του Γιώργου Δουατζή

Συγγραφέας: Γιώργος Δουατζής
Τίτλος πρωτοτύπου: Ποιήματα (1971-2021)
Είδος έργου: Ποίηση
Εκδόσεις: Στίξις
Έτος έκδοσης: 2022

«Ποίηση ακμαία, ηχηρή, καταιγιστική, που τη σηκώνει στα χέρια του πότε σαν σημαία και πότε σαν όπλο -και πάντα- σαν ανθρώπινη προσφορά.» [Τάσος Λειβαδίτης (1976)]

«Ο Δουατζής έρχεται να πει ότι η ποίηση είναι έκθεση στον δημόσιο διάλογο, αυτόν που μέχρι τώρα μας είχε συνηθίσει η μεγάλη ποίηση. Είναι μια ποίηση διαλόγου με τους μεγάλους προπάτορες.» [Κώστας Γεωργουσόπουλος (2016)]

«Η ποίηση του Γιώργου Δουατζή, με μοναδική καθαρότητα και ευστοχία της κάθε λέξης, καταφέρνει το γνωστό ιδανικό -για τους περισσότερους ποιητές τουλάχιστον- να ενώσει ποίηση και φιλοσοφική σκέψη. Δεν θυμάμαι, απ' όση ποίηση έχω διαβάσει τέτοια αρτιότητα του ποιητικού λόγου, όπως του Γιώργου Δουατζή.» [Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (2019)]

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Νέα κυκλοφορία - «Μια εποχή στην κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπώ

Συγγραφέας: Arthur Rimbaud
Τίτλος πρωτοτύπου: Une Saison en Enfer
Είδος έργου: Ποίηση
1η έκδοση στη γαλλική γλώσσα: 1873
Ελληνικός τίτλος: Μια εποχή στην κόλαση
Πρόλογος - Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης
Εκδόσεις: Κείμενα
Έτος έκδοσης: 2021

Ένα κείμενο που δεν εντάσσεται πουθενά: Ποίηση, μαρτυρία, αφήγημα, θεατρικός μονόλογος, φιλοσοφικό δοκίμιο, αυτοβιογραφία, χρονικό, ποιητική τέχνη, εξομολόγηση, ασκητική, προφητεία. Όλα αυτά, και τίποτα απ' όλα αυτά.

Μια πορεία από την απόλυτη λάμψη στην αμείλικτη πραγματικότητα, που καταλήγει στην απόλυτη σιωπή. Το παρανάλωμα. Η αλχημεία του βίου και του λόγου. Η αναίρεση. Το ψύχος της φλόγας και το καύμα του χιονιού.

Ο συνεσταλμένος και ο διεσταλμένος χρόνος. Ο υπό αίρεση έρωτας που πρέπει να επινοηθεί απ' την αρχή. Η αναζήτηση του μεγάλου απόντα, του πατέρα.

Το τέλμα της Ευρώπης. Οι συμπληγάδες: από τη μια ο χριστιανισμός, δηλαδή η ασφυξία και η υποκρισία του καθολικισμού, κι από την άλλη ο ορθολογισμός, ο θετικισμός, η υστερία της επιστήμης, της προόδου και της δράσης. Κι εκείνος, ένας «πρωτόγονος μυστικός», ολομόναχος, με την «αναπόδραστη ευτυχία».

Μια ποίηση φυγής που τρομάζει τους εφησυχασμένους, καθώς αποστρέφεται το κατεστημένο και τους αστούς, χωρίς να χαρίζεται σε καμιά κοινωνική τάξη.

           (Απόσπασμα από τον πρόλογο)

Ο Αρθούρος Ρεμπώ (20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891) ήταν Γάλλος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.

Το συγκεκριμένο βιβλίο έχουμε επίσης παρουσιάσει στο παρελθόν από τις εκδόσεις Γνώση: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2020/07/blog-post_19.html

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

«Το τραγούδι της δόνια Άλντα» από το ισπανικό Ρομανθέρο

Η ιστορία του γενναίου ιππότη Ρολάνδου, ανιψιού του Καρλομάγνου, και ο θάνατός του από τους Μαυριτανούς στα στενά του Ρονθεσβάγιες πέρασε σε πολλές ευρωπαϊκές λογοτεχνίες. Στην Ισπανία έχει διασωθεί στην επική ποίηση και στη λαϊκή λογοτεχνία μέσω του Ρομανθέρο. Το τραγούδι της δόνια Άλντα, της συζύγου του, είναι διάσημο. Το ποίημα αυτό επικεντρώνει στο όνειρο της δόνια Άλντα λίγο πριν το τραγικό τέλος.

Η πρόχειρη αυτή απόδοση έχει γίνει με βασικό γνώμονα τη διατήρηση -όσο γίνεται- της ισπανικής παρηχητικής ομοιοκαταληξίας και του ισπανικού μέτρου.

Στο Παρίσι είν' η δόνια Άλντα, η κυρά του δον Ρολντάν
και τρακόσιες είναι οι ντάμες που τηνε προσέχουν.
Ένα φόρεμα έχουν όλες, ίδιο υπόδημα φορούν,
μαζί τρώνε στο τραπέζι, κι απ’ το ίδιο το ψωμί,
αλλά είναι η δόνια Άλντα απ’ όλες η ανώτερη.
Οι εκατό κεντούν χρυσάφι, κρέπι υφαίνουν οι εκατό,
κι εκατό παίζουν τραγούδια για της κυράς τον αναπαμό.
Με τη γλύκα αυτού του ήχου, πέφτει η κυρά να κοιμηθεί
και στον ύπνο τον βαθύ της βλέπει όνειρο βαρύ:
Τότε ξυπνάει φοβισμένη και με τρόμο στη λαλιά
έβγαλε κραυγές μεγάλες που ηχούν ολόγυρα.
Τότε μίλησαν οι ντάμες και ακούστε τες καλά:
- Τι είναι τούτο ‘δω, κυρά μας; Ποιος σας έκανε κακό;
- Είδα όνειρο, καλές μου, που με πνίγει στο λαιμό:
ήμουν, λέει, σ’ ένα όρος, μια μεγάλη ερημιά,
κι από τις ψηλές κορφές του ένας γέρακας πετά,
πίσω του αετός μεγάλος πλησιάζει αυτόν γοργά.
Το γεράκι με αγωνία, χώνεται στο φόρεμά μου,
μα από από ‘κει με αγριάδα ο αετός μού το τραβά
με τα νύχια το ξεσκίζει, με το ράμφος το τρυπά.
Τότε μίλησε η βάγια και ακούστε την καλά:
- Τούτο τ’ όνειρο, κυρά μου, το κατάλαβα σωστά:
Ο σύντροφός σου είν' το γεράκι που ‘ρχεται από μακριά
κι ο αετός η χάρη σου είναι που θα τονε παντρευτεί,
και το όρος η εκκλησιά σας, να ξενυχτήσετε μαζί.
- Αν αυτό συμβεί, καλή μου, θα σου δώσω αμοιβή.
Το πρωί της άλλης μέρας να ‘σου που έρχεται γραφή:
το μελάνι της χυνόταν, μ’ αίμα είχε αυτή γραφτεί,
στα στενά του Ρονθεσβάγιες, ο Ρολντάν είχε χαθεί.

En París está doña Alda, la esposa de don Roldán,
trescientas damas con ella para la acompañar:
todas visten un vestido, todas calzan un calzar,
todas comen a una mesa, todas comían de un pan,
si no era doña Alda, que era la mayoral;
las ciento hilaban oro, las ciento tejen cendal,
las ciento tañen instrumentos para doña Alda holgar.
Al son de los instrumentos doña Alda dormido se ha;
ensoñado había un sueño, un sueño de gran pesar.
Recordó despavorida y con un pavor muy grande;
los gritos daba tan grandes que se oían en la ciudad.
Allí hablaron sus doncellas, bien oiréis lo que dirán:
—¿Qué es aquesto, mi señora? ¿quién es el que os hizo mal?
—Un sueño soñé, doncellas, que me ha dado gran pesar:
que me veía en un monte en un desierto lugar:
do so los montes muy altos un azor vide volar,
tras dél viene una aguililla que lo ahínca muy mal.
El azor, con grande cuita, metióse so mi brial,
el aguililla, con gran ira, de allí lo iba a sacar;
con las uñas lo despluma, con el pico lo deshace.
Allí habló su camarera, bien oiréis lo que dirá:
—Aquese sueño, señora, bien os lo entiendo soltar:
el azor es vuestro esposo que viene de allén la mar,
el águila sedes vos, con la cual ha de casar,
y aquel monte es la iglesia, donde os han de velar.
—Si así es, mi camarera, bien te lo entiendo pagar.
Otro día de mañana cartas de fuera le traen:
tintas venían por dentro, de fuera escritas con sangre,
que su Roldán era muerto en caza de Roncesvalles.


           Απόδοση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2019)

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

«Τα Άνθη του Κακού» του Σαρλ Μπωντλαίρ

Τα ωραιότερα άνθη φυτρώνουν στον βούρκο της λαγνείας, των χαμαιτυπείων και του ανθρώπινου πόνου. Ύμνοι στον Σατανά γεννούν τη «θρησκεία» της νέας εποχής. Το λεσβιακό πάθος αναπνέει σε στίχους του 19ου αιώνα.

Συγγραφέας: Charles Baudelaire
Τίτλος πρωτοτύπου: Les Fleurs du mal
Είδος έργου: Ποίηση
1η έκδοση στη γαλλική γλώσσα: Auguste Poulet-Malassis, Paris 1857
Ελληνικός τίτλος: Τα Άνθη του Κακού
Είδος έκδοσης: Δίγλωσση έκδοση ελληνικά-γαλλικά
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Εκδόσεις: Gutenberg
Έτος έκδοσης: 2018

Κάρολος Μπωντλαίρ: το πρότυπο των καταραμένων ποιητών. Ύστερα από αυτόν τίποτα στη σύγχρονη τέχνη και σκέψη δεν θα είναι ίδιο. Έκτοτε, μποέμ και περιθωριακοί «βαπτίζονται» στην κόλασή του. Σ' αυτή την έκδοση θα βρείτε όλα τα Άνθη του Κακού, στο πρωτότυπό τους και σε μετάφραση και επιλεγόμενα του Γιώργου Κεντρωτή, όλες τις σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή του Μπωντλαίρ, το σκάνδαλο που προκάλεσε η έκδοση των Ανθέων του Κακού με την απαγόρευση των «ανήθικων» ποιημάτων, τη σύγκρουσή του με τον κυρίαρχο πουριτανισμό της τότε εποχής και κατ' επέκταση τη γέννηση του σύγχρονου κόσμου. Τέλος, προβάλλονται όλοι οι σημαντικοί ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και λογοτέχνες που είτε στάθηκαν στο έργο του είτε επηρεάστηκαν από αυτό: ο Μπένγιαμιν και ο Αντόρνο, ο Ρεμπώ, ο Μαλλαρμέ, ο Βερλαίν, ο Βαλερύ, ο Έλιοτ, ο Μπρέχτ, ο Προύστ, ο Απολλιναίρ και όλοι οι υπερρεαλιστές μέχρι τον Ρενέ Σαρ, ο Μανέ και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας και μια πλειάδα ποιητών του Μεσοπολέμου.

           (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

«Ιστορίες βιβλίων» - συλλογικό έργο

24 ιστορίες για βιβλία από 24 συγγραφείς.

Συγγραφέας: συλλογικό έργο
Τίτλος πρωτοτύπου: Ιστορίες βιβλίων
Είδος έργου: Ανθολογία διηγήματος
Πρόλογος - Επιμέλεια: Νίκος Χρυσός
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Έτος έκδοσης: 2014

- Ένας άντρας εγκλωβίζεται σ΄ ένα βιβλίο του οποίου οι ιστορίες εξελίσσονται διαφορετικά και κάθε φορά καταλήγουν με άλλο τέλος σε ένα παιχνίδι βασανιστικών παλινδρομήσεων.
- Παραμονή πρωτοχρονιάς, μια συγγραφέας συνομιλεί με ήρωες βιβλίων και παιδικά παιχνίδια που ζωντανεύουν για να της αποκαλύψουν το μυστικό που αναζητά εδώ και χρόνια.
- Μια εκατοντάχρονη βιβλιοθηκονόμος ζητά να εντοπίσει εκείνο το βιβλίο –δεν το θυμάται πια– στο οποίο συνάντησε μια φράση ελπίδα, κατάρα και διαθήκη.
- Δυο συγγραφείς ή ο συγγραφέας και το είδωλό του μοιράζονται το ίδιο πάθος για μια σύγχρονη Δουλτσινέα - Βεατρίκη.
- Ένας οδηγός ταξί και μια συγγραφέας, η δημιουργός κι ο αναγνώστης, σε μια αναπάντεχη συνάντηση, γράφουν μια ιστορία από κοινού.
- Μια νεαρή γυναίκα ελπίζει να γνωρίσει τον αγαπημένο της λογοτέχνη. Η ευχή, η προσμονή, η διάψευση κι η πάντα πιστή συντροφιά των τυπωμένων σελίδων.
- Οι πρώτες αναγνωστικές εμπειρίες ενός κοριτσιού, μαθήματα ερωτισμού από την Λαίδη Τσάτερλυ, ταξίδια στην Ρωσία με τον Τσέχωφ κι ένας παππούς που λησμονεί την άνοιά του για να απολαύσει ένα βιβλίο.
- Η είσοδος μια νέας γυναίκας στη μαγική διαδικασία της συγγραφής σαν σίγουρο αντίδοτο στη μοναξιά.
- Ένας επίδοξος γραφιάς κι οι λέξεις που τον καταδιώκουν και τον στοιχειώνουν.
- Το άγνωστο χειρόγραφο του διάσημου συγγραφέα Σιοφάν, μένει πεισματικά φυλαγμένο στα χέρια του μισοπάλαβου παλαιοβιβλιοπώλη Φο αναζητώντας τον κατάλληλο αναγνώστη.
- Ο Βόλφγκαγκ Αλοίσιους Ντίτερμάγιερ, ένας μονήρης υπερόπτης πεζογράφος αρνείται, ακόμα κι έξω από τα βιβλία, να συνομιλήσει με την πραγματικότητα.
- Ένας ανεπίδοτος έρωτας, μια ηλιόλουστη Σκιαδενή, μια τρυφερή Σαλώμη κι ο Όσκαρ Ουάιλντ με το ειρωνικό χαμόγελο του να βολτάρει στις παραλίες της Ρόδου.
- Η απουσία της μάνας και τα φαντάσματα των ηρώων του Ντοστογιέβσκι πολιορκούν έναν άντρα οχυρωμένο ανάμεσα σε χιλιάδες τόμους.
- Μια ιστορία, μια άλλη, μια ακόμα που τις ακολουθεί, ώσπου η ζωή πεινασμένη για λέξεις, διψασμένη για λέξεις, μεταμορφώνεται σε νησίδα σ' έναν ωκεανό από γραμμένες ιστορίες.
- Ένας άνθρωπος έγκλειστος σ' ένα δωμάτιο· μια αναπόδραστη περιστροφή λέξεων σχηματίζει μια δίνη που αρνείται να τον εξαφανίσει.
- Κατά την παραμονή του στο κελί μιας φυλακής του Αφγανιστάν, με μόνη συντροφιά λίγα βιβλία, ένας άντρας συγχέει τα γεγονότα με τις περιπέτειες των μυθιστορηματικών ηρώων που του κρατούν συντροφιά.
- Στο σκοτεινό παγκάκι του έρημου άλσους, μια πόρνη κι ένας κουρασμένος συγγραφέας αλλάζουν πρόσωπα στην προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν πέρα από τις λέξεις.
- Μια γυναίκα συναντά τον αργοναύτη Ιάσονα, αγαπημένο ήρωα των παιδικών της διαβασμάτων και τον καλεί να αψηφήσει για μια ακόμα φορά τις συμπληγάδες.
- Το πάθος για τα βιβλία καταδικάζει ένα στρυφνό βιβλιοπώλη σε μια χάρτινη φυλακή, μακριά, πολύ μακριά από την αληθινή ζωή.
- Ένας νεαρός φιλόδοξος συγγραφέας, μαθαίνει με τον πιο οριστικό τρόπο πως το ταλέντο ούτε πουλιέται, ούτε δανείζεται.
- Ο Πόε εμπνέει έναν μοναχικό αναγνώστη και τον μετατρέπει σ' έναν επικίνδυνο δολοφόνο ή σ' έναν ευφάνταστο διηγηματογράφο.
- Μια μάνα στοιχειωμένη από την απώλεια του παιδιού της αναζητά τη λύτρωση σ' ένα βιβλίο, παρασύροντας προς στιγμή το συγγραφέα να ελπίσει στο θαύμα.
- Ένα εγκαταλελειμμένο αρχοντικό ζωντανεύει μια φορά το χρόνο κι ο αφηγητής το παρατηρεί από το παράθυρο του σε μια ιστορία που μοιάζει πιο πολύ με διήγημα του Πόε ή του Χένρυ Τζέημς, παρά με περιστατικό της πραγματικής ζωής.
- Το exlibris σε κάποιο βιβλίο που αγοράζει από το παζάρι, είναι η αφορμή για τον ήρωα να ανακαλέσει τα ξένοιαστα παιδικά χρόνια και τις πρώτες λογοτεχνικές αναγνώσεις, μνήμες που αφήνουν μια πικρή γεύση ματαιότητας.

24 διηγήματα των Λευτέρη Γιαννακουδάκη, Ελένης Γκίκα, Αλέξανδρου Γραμματικού, Σταμάτη Δαγδελένη, Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, Στέργιας Κάββαλου, Μαρίας Καρδάτου, Κατερίνας Καριζώνη, Μαρίας Κέντρου - Αγαθοπούλου, Μαρίας Κουγιουμτζή, Νίκου Κουνενή, Έλενας Μαρούτσου, Βαγγέλη Μπέκα, Μαρίας Ξυλούρη, Ευθύμιου Γ. Σακκά, Θανάση Σκρουμπέλου, Αλέξη Β. Σταυράτη, Κωνσταντίνας Τασσοπούλου, Βάσιας Τζανακάρη, Γιάννη Φαρσάρη, Φίλιππου Φιλίππου, Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου, Σπήλιου Χριστόπουλου, Νίκου Χρυσού, με εικονογράφηση του Φίλιππου Παπανικολάου.

Πηγή: https://www.oldbooks.gr/

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

«Φιλελευθερισμός και κοινωνική δράση» του Τζων Ντιούι

Συγγραφέας: John Dewey
Τίτλος πρωτοτύπου: Liberalism and Social Action
Είδος έργου: Φιλοσοφική και πολιτική πραγματεία
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα: 1935
Ελληνικός τίτλος: Φιλελευθερισμός και κοινωνική δράση
Μετάφραση: Μαγδαληνή Τσεβρένη
Εισαγωγή: Θανάσης Γιαλκέτσης
Εκδόσεις: Πόλις
Έτος έκδοσης: 2019

Ο Τζων Ντιούι (1859-1952) υπήρξε ο πιο γνωστός και ο πιο σημαντικός Αμερικανός φιλόσοφος στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Λίγοι στοχαστές επηρέασαν την αμερικανική πνευματική και δημόσια ζωή για τόσο μεγάλο διάστημα όσο ο Ντιούι. Στη μακρά και παραγωγική ζωή του, ο Ντιούι έγραψε πράγματι βαθυστόχαστα φιλοσοφικά και πολιτικά δοκίμια και παρήγαγε ένα πρωτότυπο κι επιβλητικό θεωρητικό έργο, έλαβε μέρος στις σημαντικότερες δημόσιες συζητήσεις και πολεμικές κι έζησε μια ζωή αγωνιστικής στράτευσης. Κατόρθωσε έτσι, ως ηγετική φωνή της προοδευτικής μεταρρύθμισης, ν’ απευθυνθεί και σ’ ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από το ακαδημαϊκό περιβάλλον, λειτουργώντας υποδειγματικά ως δημόσιος διανοούμενος.

Η πειραματική φιλοσοφία του Ντιούι παρέμενε επιφυλακτική και δύσπιστη απέναντι στην προβολή προκαθορισμένων τελικών σκοπών, που χαράσσουν ασφαλείς δρόμους προς το μέλλον. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί ο Ντιούι δεν ταυτίστηκε με τους σοσιαλιστές και δεν στρατεύτηκε στο Σοσιαλιστικό κόμμα. Ο Ντιούι αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τις γενικές και σφαιρικές ιδεολογικές προτάσεις, επειδή εκτιμούσε ότι δεν υπάρχουν ολικά σχέδια, ιδεολογικοί προσανατολισμοί και προγράμματα εγγενώς έγκυρα, θετικά και καλά για όλες τις χρήσεις, αποτελεσματικά σε κάθε περίσταση. Η εγκυρότητα μιας ιδεολογικής προοπτικής δεν μπορεί να μετρηθεί αφηρημένα και εκ των προτέρων. Μπορεί ν’ αναδειχτεί μόνον όταν η ικανότητά της να επιλύει συγκεκριμένα προβλήματα δοκιμαστεί στην πράξη.

Ωστόσο, η κριτική του Ντιούι στον «πολιτισμό του χρήματος» και τον καπιταλισμό από τη μια μεριά και στον αυταρχικό κομμουνισμό από την άλλη ορίζει μια πολιτική τοποθέτηση που εγγράφεται στο ρεύμα του φιλελεύθερου ή δημοκρατικού σοσιαλισμού. Στη δεκαετία του 1930 άλλωστε, ο Ντιούι υποστήριζε μια ιδέα οικονομικού προγραμματισμού προσανατολισμένου στον στόχο της βαθμιαίας υπέρβασης του ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής. Κι ενώ θεωρούσε αναγκαία μια μορφή κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, δεν έπαυε να προβληματίζεται και ν’ ανησυχεί για τον κίνδυνο ενός οικονομικού κολεκτιβισμού, ο οποίος θα καταπιέζει τα άτομα και θα περιορίζει τις ελευθερίες τους.

Σύμφωνα πάντα με τον Ντιούι, «η υπόθεση του φιλελευθερισμού θα χαθεί για μια μακρά περίοδο, αν ο ίδιος δεν είναι προετοιμασμένος να προχωρήσει παραπέρα και να κοινωνικοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτουμε σήμερα, έτσι ώστε η ατομική ελευθερία να υποστηρίζεται από την ίδια τη δομή της οικονομικής οργάνωσης». Ο φιλελευθερισμός μπορεί ν’ αναγεννηθεί και να γνωρίσει μια νέα φάση άνθησης, συγκρίσιμη με την άνθηση του παρελθόντος, υπό τον όρο ότι θα θέσει την οικονομική οργάνωση στην υπηρεσία της ελευθερίας και της ανάπτυξης των ικανοτήτων των ατόμων.

Στην προοπτική που σκιαγραφεί ο Ντιούι η κοινωνικοποιημένη οικονομία δεν είναι ο δρόμος προς τη δουλεία -όπως θα τιτλοφορήσει το γνωστό έργο του ο Χάγεκ το 1945- αλλά ο μοναδικός δρόμος προς την ελευθερία και την ισότητα.

           (Από την εισαγωγή του βιβλίου)

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

«Εσμεράλντα» - ποίημα του Νίκου Καββαδία

Από ελληνικό εμπορικό πλοίο της δεκαετίας του '30

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

«Τα σταφύλια της οργής» του Τζων Στάινμπεκ

Ελάχιστα μυθιστορήματα έφτασαν ποτέ να συμβολίσουν μια ολόκληρη εποχή. Και το πιο εντυπωσιακό από αυτά, είναι το πιο πολυσυζητημένο αμερικανικό βιβλίο του 20ού αιώνα. Από το 1939 που πρωτοεκδόθηκε, έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί και ξαναμεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες.

Συγγραφέας: John Steinbeck
Τίτλος πρωτοτύπου: The Grapes of Wrath
Είδος έργου: Μυθιστόρημα
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα: The Viking Press, New York 1939
Ελληνικός τίτλος: Τα σταφύλια της οργής
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Έτος έκδοσης: 2014

Η εποχή είναι η δεκαετία του ’30, το μεγάλο κραχ, η αρχετυπική οικονομική κρίση που εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό. Και ο λογοτέχνης που την περιέγραψε και την εξήγησε τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, ώστε το έργο του θα μείνει για πάντα στην ιστορία, είναι ο Τζον Στάινμπεκ, με τα Σταφύλια της οργής.

Η ιστορία μιας από τις χιλιάδες οικογένειες του αμερικανικού Νότου που έχασαν τα πάντα, εν μέσω της μεγάλης ύφεσης, όταν καταστράφηκαν οι σοδειές τους από την παρατεταμένη ξηρασία και από τους θυελλώδεις ανέμους. Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγάκι ταξιδεύουν προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια, ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Μα ακόμα και όταν φτάνουν στον προορισμό τους, δεν αργούν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει.

Τα Σταφύλια της οργής είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και στην ανθρωπιά, στη δύναμη της οικογένειας, στη μάχη για τον επιούσιο, στις μικρές πράξεις καλοσύνης των ανθρώπων.

Ίσως πιο πολύ από κάθε άλλο βιβλίο, τούτο δω αποδεικνύει πως η μεγάλη λογοτεχνία δεν είναι ανάγκη να ‘ναι ένας ερμητικός γρίφος, μα μπορεί με συγκλονιστικά άμεσες λέξεις και εικόνες να δονήσει την ψυχή κάθε ανθρώπου.

(Από την παρουσίαση του βιβλίου στο οπισθόφυλλο)

«Τροπικός του Καρκίνου» του Χένρυ Μίλλερ

Συγγραφέας: Henry Miller
Τίτλος πρωτοτύπου: Tropic of Cancer
Είδος έργου: Μυθιστόρημα
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα: Obelisk Press, Παρίσι 1934
Ελληνικός τίτλος: Τροπικός του Καρκίνου
Μετάφραση: Βαγγέλης Κατσάνης
Εκδόσεις: Ζαχαρόπουλος
Έτος έκδοσης: 1994

Μόνος, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά και με ελάχιστους φίλους, από την ελεημοσύνη των οποίων και ζει, ο συγγραφέας περιπλανιέται στο φαντασμαγορικό Παρίσι του μεσοπολέμου και μέσα από χίλιες δυο μικρές και μεγάλες περιπέτειες και σπαρταριστές ερωτικές δραστηριότητες ανακαλύπτει τον ίδιο του τον εαυτό και το βαθύτερο ψεύδος του κόσμου που τον περιβάλλει. Οι πόρνες, οι μικροαπατεώνες, οι διανοούμενοι -αληθινοί και ψεύτικοι- που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου, δε συνθέτουν μόνο μια εικόνα του Παρισιού της εποχής εκείνης, αλλά δίνουν ένα πανόραμα του κόσμου μας με όλα τα έλκη του, όλες τις εξάρσεις, όλη την ασχήμια αλλά και την υποφώσκουσα και πανταχού παρούσα ομορφιά του.

(Από την παρουσίαση του βιβλίου στο οπισθόφυλλο)

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

«Γιατί δεν φώναξαν την Έβανς;» της Άγκαθα Κρίστι

Συγγραφέας: Agatha Christie
Τίτλος πρωτοτύπου: Why Didn't They Ask Evans?
Είδος έργου: Αστυνομικό μυθιστόρημα
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα: Collins Crime Club, 1934
Ελληνικός τίτλος: Γιατί δεν φώναξαν την Έβανς;
Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Έτος έκδοσης: 2019

Πόση κακοτυχία υπήρχε στον κόσμο! Λίγη ομίχλη σ’ ένα κατά τα άλλα υπέροχο απόγευμα, ένα στραβοπάτημα –και η ζωή έπαιρνε τέλος.

Ο Μπόμπι Τζόοουνς παίζει μια παρτίδα γκολφ με τον δόκτορα Τόμας, όταν, παθιασμένος, χτυπά το μπαλάκι του υπερβολικά δυνατά, κι εκείνο καταλήγει στον γκρεμό. Κατεβαίνει σιγά σιγά από το μονοπάτι να το αναζητήσει, αλλά αντί για το μπαλάκι του βρίσκει έναν άντρα τσακισμένο στα βράχια. Ο καημένος μάλλον παραπάτησε κι έπεσε στο κενό –έτσι τουλάχιστον υποθέτουν ο Μπόμπι και ο δόκτωρ Τόμας.

Πριν ξεψυχήσει, ο άγνωστος ψελλίζει μια φράση: «Γιατί δε φώναξαν την Έβανς;»

Τι σημαίνει, άραγε, αυτό; Και ποια είναι η όμορφη γυναίκα τη φωτογραφία της οποίας είχε στην τσέπη του ο νεκρός;

Ο Μπόμπι και η φίλη του η Φράνκι αποφασίζουν να λύσουν το μυστήριο –κι αυτό βάζει και τους δυο σε θανάσιμο κίνδυνο.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Ο άνδρας που δεν τηλεφώνησε» της Ρόζι Γουόλς

Συγγραφέας: Rosie Walsh
Τίτλος πρωτοτύπου: The man who didn't call
Είδος έργου: Μυθιστόρημα
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα: Mantle, Λονδίνο 2018
Ελληνικός τίτλος: Ο άνδρας που δεν τηλεφώνησε
Μετάφραση: Ειρήνη Αποστολάκη
Εκδόσεις: Πατάκης
Έτος έκδοσης: 2020

Φανταστείτε ότι συναντάτε έναν άνδρα, ερωτεύεστε µε την πρώτη µατιά και περνάτε µαζί του επτά αξέχαστες ηµέρες. Είναι αµοιβαίο, είστε σίγουρη. Ποτέ άλλοτε δεν έχετε νιώσει τέτοια βεβαιότητα για κάτι.

Όταν λοιπόν εκείνος φεύγει για τις κανονισµένες από καιρό διακοπές και σας υπόσχεται ότι θα σας τηλεφωνήσει, εσείς δεν έχετε καµία αµφιβολία ότι θα το κάνει. Κι όµως...

Ο καιρός περνάει. Οι φίλοι σας επιµένουν πως πρέπει να τον ξεχάσετε, όµως εσείς ξέρετε πως δεν έχουν δίκιο: κάτι πρέπει να του έχει συµβεί. Κάποιος λόγος κρύβεται πίσω από τη σιωπή του.

Τι κάνετε όταν τελικά διαπιστώνετε ότι όντως υπάρχει λόγος – και ο λόγος είναι κάτι που κανένας από τους δυο σας δε µοιράστηκε µε τον άλλον τις µέρες που περάσατε µαζί: η αλήθεια;

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

«Η μπαλαφάρα των τεσσάρων» - Μέρος 8ο (τελευταίο)

Το μυστήριο λύνεται, ο δολοφόνος αποκαλύπτεται και η συνεργασία των τεσσάρων φτάνει στο τέλος της. Είναι η ώρα να παίξουν την επόμενή τους κίνηση...

Διαβάστε τα προηγούμενα μέρη:

1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος, 4ο μέρος, 5ο μέρος, 6ο μέρος, 7ο μέρος
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 8ο

**Γράφει ο Παναγιώτης Κονιδάρης

      «Το ’πιασες;» ρώτησε ο Μπουλαξίζης το συνάδελφό του Παύλο. Αυτός αρκέστηκε στην οικεία του κίνηση του κλεισίματος του ματιού για να τον βεβαιώσει πως ξέρει τη δουλειά του. Ο αστυνόμος μπήκε στο θάλαμο των δύο Σκούρων. Ήταν κλινήρεις και τους είχαν περάσει ορούς. Τα πρόσωπά τους έφεραν μώλωπες και γρατσουνιές, τόσο που να μοιάζουν υπερβολικά, πραγματικοί Διόσκουροι, αν και καμία Ωραία Ελένη δε θα μπορούσε να είναι αδερφή τους (κι εδώ που τα λέμε, καμία ωραία δε θα μπορούσε να είναι αδερφή τους).
      Μετά τις αρχικές συστάσεις ο Πητ Μπουλ πέρασε κατευθείαν στο ψητό.
      «Σας έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες για παράνομη διακίνηση πολύτιμων λίθων. Ο ανακριτής είναι αυτός των Χλωρών, ξέρετε. Αμείλικτος. Θα σας κάνει να τα ξεράσετε όλα, αν δε το έχετε κάνει ήδη. Θα σας λιώσει. Γι’ αυτό έτρεξα να σας συναντήσω. Μερικές πληροφορίες που θα μου δώσετε θα σας βοηθήσουν να πέσετε στα μαλακά».
      Ο ένας από τους δύο Σκούρους κοιτούσε φοβισμένα, μια τον αστυνόμο και μια τον αδερφό του. Μετά έκλεισε τα μάτια και έκανε τον ψόφιο κοριό (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως). Ο άλλος παρέμενε ψύχραιμος -ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε- και χαμογελούσε όσο του επέτρεπαν οι πολλαπλές αμυχές.
      «Και τι έχουμε να κερδίσουμε;» ρώτησε, τάχα αδιάφορα, ο χαμογελαστός.
      «Το να μη σας φορτώσω τη βομβιστική επίθεση και ένα φόνο που δεν κάνατε. Νομίζω είναι δίκαιη ανταλλαγή» τόνισε ο συνομιλητής τους.
      «Χα! Τώρα ανατρίχιασα. Πολύ σκληρός μπάτσος, ε; Εσύ τώρα είσαι, σα να πούμε ο κακός. Σε λίγο θα μπει και ο φιλικός μπάτσος που θα μας καλοπιάσει; Αν δεν πονούσα παντού θα είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια!»
      Εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο Παύλος.
      «Α! Να και ο καλός μπάτσος!» πέταξε ο προπέτης Σκούρος. Ο Μπουλαξίζης τράβηξε με δύναμη μια κλωτσιά στο πόδι του κρεβατιού και ο άντρας έσκουξε από τον πόνο που του προκάλεσε το τράνταγμα.
      «Μην απομακρυνθείς! Επιστρέφω αμέσως!» ούρλιαξε ο Πητ Μπουλ στον Σκούρο, κυριολεκτικά εκτός εαυτού, πριν βγει σα σίφουνας από το θάλαμο και βροντήξει την πόρτα πίσω του. Όταν επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά, κρατούσε μια θηριώδη σύριγγα των 50cc, γεμάτη με ένα πράσινο υγρό.
      «Η θειογλυκοζονουριχαιμία θα σας βοηθήσει να γίνετε πιο ευγενικοί και συνεργάσιμοι» άρχισε να λέει καθώς πίεζε προσεκτικά το έμβολο ώστε να τρέξει μια σταγόνα του δυσοίωνου υγρού, για να συμπληρώσει: «Έχει βέβαια και μερικές άσχημες παρενέργειες, όπως την καρδιακή ανακοπή, αλλά μέχρι τότε θα τα έχετε ξεράσει όλα...»
      Ο ψόφιος κοριός είχε ανοίξει πλέον τα μάτια του και τα είχε γουρλώσει μέχρι εκεί που δεν έπαιρναν άλλο. Ο Παύλος έκανε το σταυρό του και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι περίλυπος. Ο Μπουλαξίζης διάλεξε τον ορό του σιωπηλού Σκούρου, έχωσε μέσα τη βελόνα και χάιδεψε σαδιστικά το έμβολο με τον αντίχειρα.
      «Ώπα ώπα σιγά αστυνόμε σιγά μην τρελαθούμε κιόλας η τελευταία τρύπα της φλογέρας είμαστε εμείς απλά το μαγαζί το χρησιμοποιούσαμε για τη διακίνηση των παιχνιδιών του σκακιού και των αλλονών δεν ξέρω πώς τα λένε που ερχόντουσαν από την Ολλανδία και κάθε πρώτη του μήνα μας έβαζαν το συμφωνημένο ποσό στην τράπεζα και αυτό ήταν όλο και ο μπαμπάς δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά απλά κάποτε ήταν από τους αναρχοαυτόνομους και έκανε και λίγο παρέα με το Σκυφτούλη και του βγήκε το όνομα αλλά σας ορκίζομαι πως είναι αθώος και ούτε που ήξερε για το εμπόρευμα και δε φταίει άλλος από αυτόν τον αλήτη τον Ντίκα με το κοκοράκι που μας έμπλεξε και εμείς την πατήσαμε μάλιστα πριν από λίγο ήταν εδώ για να ρωτήσει για το τελευταίο φορτίο που φτάνει απόψε το βράδυ όπως μας ειδοποίησε κι ο Δάσκαλος...»
      «Πού;» τον διέκοψε ο Μπουλαξίζης τρεις λέξεις πριν καταρρίψει το ρεκόρ Γκίνες για τη μεγαλύτερη φράση που μπορεί να πει άνθρωπος με μια ανάσα.
      «Στην... Πάτρα... απόψε... στις... δέκα... το... βράδυ... με... το... καράβι... από... την... Ανκόνα...» ψέλλισε ξέπνοος ο Σκούρος. Ο αστυνόμος τράβηξε τη σύριγγα πίσω, κατέβασε τη μάσκα με το οξυγόνο και του την έχωσε στη μούρη. Κινήθηκε προς τον άλλο, το σκληρό, που είχε χαμηλώσει το κεφάλι ηττημένος.
      «Ποιος είναι ο Δάσκαλος;» τον ρώτησε.
      «Δεν ξέρω».
      Ο αστυνομικός σήκωσε ξανά τη σύριγγα.
      «Δεν ξέρω γαμώ το κέρατό μου! Αλήθεια δεν ξέρω. Δεν τον έχω δει ποτέ! Μόνο ο Ντίκας τον ξέρει. Ο Δάσκαλος ήταν αυτός που έστησε το όλο κόλπο. Εμάς μας έστελνε μόνο μέιλ με οδηγίες για την ημέρα και ώρα παραλαβής, πάντα από την Πάτρα και πάντα με την υπογραφή “Δάσκαλος”. Και τι με ένοιαζε εμένα ποιος ήταν; Τα λεφτά μας τα έβαζαν κανονικά στο λογαριασμό μας».
      Ο Μπουλαξίζης έμεινε για λίγο σκεφτικός. Τα πράγματα περιπλέκονταν.
      «Ο Δάσκαλός σας όμως σας έχωσε μια μικρή βόμβα στο καφενείο για να σας φάει λάχανο. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
      Ο άλλος παρέμενε σιωπηλός.
      «Πονηρέψατε και πήγατε να του την φέρετε έτσι δεν είναι; Σε κάποια τελευταία παρτίδα διαμαντιών που την μετέφερε η γκόμενα πήγατε να κάνετε λαμογιά στο αφεντικό. Φαίνεται θα ήταν καλή μπάζα. Όμως ο Δάσκαλος από ό,τι καταλαβαίνω δεν είναι πρωτάρης. Και τώρα φοβάστε. Το βλέπω στα μάτια σας. Φοβάστε μήπως σας καθαρίσει ακόμα κι εδώ μέσα. Παύλο! Να διπλασιαστούν οι άντρες και εικοσιτετράωρη φύλαξη, τι λες;»
      Λίγο αργότερα οι δύο αστυνομικοί βάδιζαν στο διάδρομο του νοσοκομείου.
      «Τι στο διάολο είναι αυτή η θειογλυκοροζοτέτοια;» ρώτησε μην αντέχοντας άλλο ο Παύλος.
      «Δεν ξέρω, αλλά μου φάνηκε ταιριαστό όνομα για το πράσινο απορρυπαντικό που βρήκα στην αποθήκη».
      «Τελικά αυτό το κόλπο με τον εκφοβισμό του ψυχοπαθούς μπάτσου, πιάνει σχεδόν πάντα» χαμογέλασε ο Πειραιώτης. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του Μπουλαξίζη. Ήταν ο Ίσκιος.
      «Αστυνόμε, έχουν περάσει δύο ώρες και ακόμα να φανεί ο ύποπτος».
      «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Πητ Μπουλ. «Καλά, καλά, κατάλαβα. Μας την έσκασε από αλλού, πιθανότατα με άλλο όχημα. Μείνε εκεί, ίσως έχει κάτι στο Άστρα που το χρειάζεται».
      Ο Μπουλαξίζης έκλεισε το κινητό βλαστημώντας.
      «Τώρα θα είναι στην Πάτρα. Άντε βρες τον!» στέναξε ο Παύλος, που είχε καταλάβει από τα συμφραζόμενα.
      «Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Άλλο είναι...» είπε σιβυλλικά ο Πητ Μπουλ, μα δεν έδωσε εξηγήσεις.
      Μέχρι να φτάσει στο γραφείο του, έκανε οκτώ τηλεφωνήματα. Μεταξύ αυτών στην Αστυνομική Διεύθυνση Πατρών και στον Γεωργίου που τον έστειλε στην Πάτρα για να βοηθήσει τους εκεί συναδέλφους τους, εξηγώντας την κατάσταση. Η πορεία των διαμαντιών ήταν πλέον καταφανής. Από τη Νότια Αφρική έφταναν στην Ολλανδία, όπου και γινόταν η επεξεργασία τους και από κει και μετά διαχέονταν στην Ευρώπη, μέσα σε κομμάτια σκακιού ή άλλα παιχνίδια. Το φορτίο το παραλάμβανε και το παρέδιδε κάποιος -καθαρός κατά τα άλλα- εισαγωγέας, με ικανοποιητικό αντίτιμο. Ο Δάσκαλος ωστόσο ήταν ο Έλληνας διακινητής, αυτός που είχε βγάλει από τη μέση τη γυναίκα και παραλίγο και καμιά δεκαριά ακόμα. Ο Μπουλαξίζης κατανοούσε πως δεν είχε τίποτε στα χέρια του που να μπορεί να ενοχοποιήσει τον Ντίκα, εκτός ίσως από κάποιο πλαστό διαβατήριο. Δεν τον ένοιαζε όμως αυτό. Το εγχώριο ψάρι ήταν αυτό που θα έπρεπε να πιαστεί. Ο φερόμενος ως Δάσκαλος.
      Δεν είχε πει το παραμικρό στον Παύλο, όμως ήξερε καλά πως κάποιος ειδοποίησε τον Ντίκα για την παρακολούθηση από τον Ίσκιο, ώστε να εξαφανιστεί. Κι αυτός ο κάποιος είχε σχέση με την αστυνομία, αλλιώς πως θα μπορούσε να ξέρει κάτι που μόνο μέσα στους τοίχους της ΓΑΔΑ ήταν γνωστό; Έφτασε στο γραφείο του ζαλισμένος από τις σκέψεις. Κάποιες ενοχλητικές ιδέες τρύπωναν σαν σαράκια στο μυαλό του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει όμως ήταν να περιμένει. Σηκώθηκε ωστόσο και πήγε στον Τομέα Αρχείου. Έψαξε κάμποσο, μέχρι που βρήκε αυτό που αναζητούσε. Ήταν μια φωτογραφία ενός χαμογελαστού άντρα. Την τσέπωσε λάθρα και γύρισε στο γραφείο του. Παράγγειλε έναν δυνατό καφέ και αναζήτησε μάταια στις τσέπες του τσιγάρο και αναπτήρα. Κάλεσε τον Γεωργίου μα δεν απαντούσε.
      Σε λίγο τον ειδοποίησαν ότι είχε φτάσει ο ταλαίπωρος πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου, ο Οικονόμου. Τον υποδέχτηκε, του έκανε μερικές ερωτήσεις, μίλησαν λίγο περί σκακιστικών ανέμων και υδάτων και μετά του έδειξε τη φωτογραφία.
      «Αυτός ο άντρας είναι μέλος του συλλόγου σας;»
      «Μα... φυσικά! Δεν έχει βέβαια πολύ καιρό που γράφτηκε, κι ακόμα είναι αρχάριος, αλλά τον βλέπουμε πού και πού. Μα ασφαλώς θα τα ξέρετε όλα αυτά. Η τελευταία φορά...» Ο Μπουλαξίζης τον διέκοψε με μια κίνηση, τον ευχαρίστησε και τον άφησε να φύγει. Ο ίδιος πήρε ταξί, ξανά για το Τζάνειο. Φτάνοντας εκεί, πήγε μέχρι το θάλαμο που φιλοξενούσε το θρυλικό τερματοφύλακα. Ο Τουρκομένης αναγνώρισε στη φωτογραφία που του έδειξε ο αστυνόμος τον άντρα που είχε επισκεφτεί την προηγούμενη της έκρηξης το καφενείο του.
      «Τι είναι τούτος; Αυτός ο φλούφλης μου έκανε τη ζημιά, να τον σκίσω;» ρώτησε εξαγριωμένος ο γκολκήπερ.
      «Άστο μεγάλε, δε θες να ξέρεις» του γύρισε την πλάτη ο Πητ Μπουλ σκοτεινιασμένος.
      Στην πραγματικότητα ο ίδιος ήταν αυτός που δεν ήθελε να ξέρει. Όλα τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους με τρόπο βασανιστικό. Πήρε τηλέφωνο τη Διεύθυνση στην Πάτρα. Είχαν μπλοκάρει το λιμάνι. Το καράβι έφτανε από ώρα σε ώρα. Κανείς όμως δεν είχε δει ακόμα τον Γεωργίου. Τον κάλεσε στο κινητό μα δεν έλαβε καμία απάντηση. Ήταν βέβαιος πλέον για τα χειρότερα, αφού ήξερε καλά πως δε θα άκουγε ποτέ πια τη φωνή του.
…………………………………………………………
      Ο Μπουλαξίζης περπατούσε δίπλα δίπλα με τον Παύλο στον κυματοθραύστη της Ζέας. Το χειμωνιάτικο αγιάζι τον τρυπούσε με τις βελόνες του, μα δεν έδινε σημασία.
      «Ο Γεωργίου! Ποιος να το πίστευε! Ο Γεωργίου ήταν ο περίφημος Δάσκαλος!» φώναζε και χειρονομούσε ο Παύλος. «Πότε το κατάλαβες;»
      «Αργά... πολύ αργά».
      Ο Μπουλαξίζης τον είχε υποψιαστεί από τη στιγμή που κουβάλησε τα ενοχοποιητικά κομμάτια από την Πεσσών 16 και το επικύρωσε από τη στιγμή που κάποιος φυγάδευσε τον Ντίκα. Βέβαια ο ροκαμπιλάς δεν πήγε και πολύ μακριά, αφού συνελήφθη μία εβδομάδα αργότερα. Αυτοί όμως που γνώριζαν για την παρακολούθηση ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Με διάφορα διακριτικά τηλέφωνα είχε διαπιστώσει τις κινήσεις των συναδέλφων του. Μετά του ήρθαν στο νου οι εικόνες από την αρχή της υπόθεσης. Ο Γεωργίου ήταν αυτός που τον είχε πάρει τηλέφωνο άγρια χαράματα, και δε φαινόταν και πολύ αγουροξυπνημένος. Όταν μιλούσε το βράδυ του φόνου με τον Οικονόμου τον θυμόταν να στέκεται διαρκώς παράμερα και με την άκρη του ματιού του τον είχε δει να σκύβει και να παρατηρεί το χέρι του θύματος. Τότε δεν είχε δώσει -αφελώς- τόση σημασία. Προφανώς η γυναίκα είχε προλάβει να πιάσει το πιόνι χωρίς ο δολοφόνος της, ο Γιάννης ο Γεωργίου να το αντιληφθεί. Όταν αργότερα το κατάλαβε, ήταν κι ο Μπουλαξίζης εκεί. Όμως εκκρεμούσε και η προδοσία των Σκούρων. Στην αρχή στόχευε να τους δολοφονήσει με μια βόμβα, κι όταν απέτυχε, έστρεψε την προσοχή των ερευνών εναντίον τους, τοποθετώντας ενοχοποιητικά στοιχεία για να είναι σίγουρος ότι θα μείνουν στα χέρια της αστυνομίας και θα έχει πρόσβαση σε αυτούς. Δεν είχε υπολογίσει όμως στον Πητ Μπουλ. Ο δαιμόνιος αστυνομικός είχε επισκεφτεί και ο ίδιος το μαγαζί και δεν είχε ανακαλύψει τίποτε τόσο εκτεθειμένο όσο ήθελε να το προβάλει ο υπαστυνόμος. Κάτι βρώμαγε, μα δεν ήθελε να το πιστέψει.
      Τελικά ο αστυνόμος είχε ψάξει τον υπηρεσιακό φάκελο του Γεωργίου. Εκεί διαπίστωσε πως δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Τι ήταν αυτό που είχε πει τελευταία για το «γιο του»; Ότι έδινε εξετάσεις και έπινε «Ρεντ Μπουλ»; Τον άτιμο! Ο Μπουλαξίζης τελικά είχε αποσπάσει μία από τις δύο φωτογραφίες του φακέλου. Τον είχε αναγνωρίσει τόσο ο Οικονόμου (δικαιολογώντας με ποιον τρόπο είχε μπει ο δολοφόνος με το θύμα στο εντευκτήριο) όσο και ο Τουρκομένης (αφού την προηγούμενη της έκρηξης είχε πάει σα θαμώνας στο καφενείο για να τοποθετήσει τα πλαστικά εκρηκτικά).
      «Και τώρα; Πού να βρίσκεται;»
      «Στου διαόλου τη μάνα, στη Βραζιλία, ξέρω ’γω; Αφού έκανα τη μαλακία και τον άφησα να φύγει! Είχα ποντάρει στο ότι δε θα υποψιαζόταν ότι τον υποψιάζομαι και θα πήγαινε στην Πάτρα. Εκεί θα τον συλλάμβαναν οι δικοί μας, μαζί με το “βαποράκι” των διαμαντιών. Πάντα έλεγα ότι ο Γεωργίου είναι πιστός, υπάκουος και λίγο βλάκας, συγκεντρώνει δηλαδή τα τρία χαρακτηριστικά της επιτυχίας στο Σώμα. Να που έκανα λάθος στο τελευταίο».
      «Δεν έκανες λάθος στην επιτυχία όμως».
      «Χμμ…» έκανε μόνο ο Μπουλαξίζης και κούνησε το κεφάλι με ένα πικρό χαμόγελο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

      Ήπιαν βιαστικά έναν καφέ στο Πασαλιμάνι και μετά πήρε το δρόμο της επιστροφής για τη ΓΑΔΑ. Εκεί γινόταν χαμός. Τι διάολο συνέβαινε; Πως δεν είχε ακούσει τίποτε; Είχαν κοιμηθεί στο σπίτι του Παύλου και δεν είχαν δει τηλεόραση. Το κινητό το είχε κλειστό. Βούτηξε μια εφημερίδα και διάβασε τα καθέκαστα.
      Για καλή του τύχη φορούσε πολιτικά. Νεαροί μαθητές είχαν φράξει τις εισόδους, είχαν ξαπλώσει γυμνοί στα σκαλιά, πετούσαν πέτρες, άναβαν κεριά, άφηναν λουλούδια και έλεγαν υβριστικά συνθήματα για την αστυνομία για να διαμαρτυρηθούν για τη δολοφονία ενός συνομήλικού τους. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το γραφείο του από πλαϊνές εισόδους. Όλη η ΓΑΔΑ ήταν σε αναβρασμό. Ο ίδιος δε μιλούσε. Δεν ήξερε τι να πει για το τραγικό συμβάν. Απομονώθηκε στο γραφείο του, μα τα συνθήματα διαπερνούσαν τους τοίχους.
      Πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένας φάκελος, παράξενος φάκελος. Τον περιεργάστηκε, τον άνοιξε. Μέσα είχε ένα μικρό διαμάντι. Και μια επιστολή. Γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του Γεωργίου. Τον προσκαλούσε στην Κόστα Ρίκα. Του έλεγε να τα βροντήξει όλα στην Ελλάδα και να τον ακολουθήσει. Θα είχαν χρήματα για να γλεντάνε δέκα ζωές, του έγραφε. Ο Μπουλαξίζης σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, σα να είχε γεράσει δέκα χρόνια μονομιάς. Κοίταξε τα σχολιαρόπαιδα από το ψηλό παράθυρο. Συνέχιζαν τα συνθήματα, συνέχιζαν να τον αποκαλούν γουρούνι, καθώς κατέβαιναν πια προς το Πεδίο του Άρεως.
      Πήρε το φάκελο, έριξε μέσα το διαμάντι και κατέβηκε στο δρόμο. Το πέταξε στον πρώτο φλεγόμενο σκουπιδοτενεκέ που βρήκε μπροστά του και ανακατώθηκε με το πλήθος στην καρδιά της πορείας που ξεκινούσε. Προχωρούσε βαρύς και θλιμμένος, κι έμοιαζε, να δεις, σα σκυφτό δέντρο. Πάντως όχι σα γουρούνι.

ΤΕΛΟΣ

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Τρία ποιήματα του Li Bai

Πίνακας του Qian Xuan, 13ος αιώνας

Ο Li Bai (701-762) είναι ένας από τους μεγαλύτερους Κινέζους ποιητές όλων των εποχών. Το έργο του ανήκει στην ένδοξη εποχή της δυναστείας των Tang (618-907), γνωστή και ως "χρυσή εποχή της κινεζικής ποίησης", κατά την οποία παρατηρήθηκε σημαντική άνθιση στη λογοτεχνία και στις τέχνες. Ο Li Bai ήταν ένας ρομαντικός της εποχής του, γνωστός για την αγάπη του στο καλό κρασί, τις γυναίκες, τη φιλία και την εσωτερική γαλήνη.

Ερώτηση κι απάντηση μες στα βουνά

Ρωτάς γιατί κατοικώ στο πράσινο βουνό·
χαμογελάω και δεν απαντώ, γιατί είναι ξένοιαστη η καρδιά μου.
Σαν το λουλούδι της ροδακινιάς που πάει με το ρέμα στ' άγνωστο,
έχω ένα κόσμο χωριστό, μακριά από τους ανθρώπους.


Νοσταλγία

Μπρος στο κρεβάτι μου τ' ολόγιομο φεγγάρι,
το χώμα μοιάζει σκεπασμένο μ' άσπρο πάγο.
Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω το φεγγάρι,
μετά το χαμηλώνω κι ονειρεύομαι τον τόπο μου.


Σε μια ωραία του δρόμου

Ο ιππέας λειώνει περήφανα τα πεσμένα λουλούδια.
Το μαστίγιό του χαϊδεύει την κομψή άμαξα.
Η ωραία χαμογελάει σηκώνοντας τη μαργαριταρένια της κουρτίνα
και δείχνει με το δάχτυλο μακριά το κόκκινο περίπτερό της.


           (Απόδοση: Σωκράτης Σκαρτσής, από το βιβλίο Κινέζοι ποιητές, εκδ. Καστανιώτη, 1988)

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

«Τα αντικλείδια» του Γιώργη Παυλόπουλου

Συγγραφέας: Γιώργης Παυλόπουλος
Τίτλος πρωτοτύπου: Τα αντικλείδια
Είδος έργου: Ποίηση
Εκδόσεις: Στιγμή
Έτος έκδοσης: 1988

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν. Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί. Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν. Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος. Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

(Από την έκδοση)

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Πριν από 100 χρόνια στην Αθήνα (2)

Το σχολείο φοίτησης του πατέρα μου, φωτογραφία περίπου του 1920

Αθήνα, 100 χρόνια πριν.
(Ακόμα μερικά αποσπάσματα από τις ανέκδοτες αναμνήσεις του πατέρα μου, που γράφτηκαν το 1973. Τα συγκεκριμένα αναφέρονται στις αρχές της δεκαετίας του '20).

«Γύρω στα 1921 μέναμε στα Πατήσια κοντά στη Αγία Ζώνη και στην οδόν Μυτιλήνης. Η οικογένειά μας αποτελείτο από τον πατέρα μας [...], τον μεγαλύτερο αδελφό μου που πήγαινε τότε στο Γυμνάσιο, την μικρότερη αδελφή μας και τον γράφοντα.

Στα 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και έφυγε για τη Γαλλία. Τον διαδέχθηκαν οι αντιβενιζελικοί (Βασιλόφρονες) με επικεφαλής τον Δημήτριον Γούναρην. Συμπλοκές και αιματηρά γεγονότα συνέβησαν τότε στην Αθήνα [...] Ένα από τα θύματα των λυπηρών εκείνων γεγονότων ήταν κι ο μακαρίτης πατέρας μου, που τον χτύπησαν με σιδερένιο λοστό στο κεφάλι γιατί ήταν γνωστός βενιζελικός και έγραφε στην εφημερίδα "Πατρίς" [...]

Μέσα στον ίδιο χρόνο πέθανε και η γιαγιά μας από τον πατέρα μας, που έμενε με την ανύπαντρη μοναχοκόρη της και θεία μας σ' ένα δωμάτιο στην οδόν Ιπποκράτους 114 μεταξύ των οδών Βασιλείου Βουλγαροκτόνου και Κομνηνών. Τότε ο πατέρας μας μάς πήγε και κάτσαμε σ' αυτό το σπίτι μαζί με την αδελφή του που είχε μείνει πια μόνη της στον κόσμο. Έτσι αποτελέσαμε μία καινούργια οικογένεια που την ανέλαβε εκείνη.

Στην παλιά Αθηναϊκή εποχή η ζωή ήταν δύσκολη, ο πατέρας μας έγραφε μέρα και νύχτα στις εφημερίδες, στα περιοδικά και σε μεταφράσεις γαλλικών μυθιστορημάτων που κυκλοφορούσαν τότε σε φυλλάδια καθημερινά της δραχμής, για να μπορέσει να μας μεγαλώσει. Η αμοιβή όμως των ανθρώπων των γραμμάτων σε εκείνα τα χρόνια ήταν μηδαμινή, δεν έφτανε ούτε για το νοίκι ούτε για το φαγητό! Τότε αποφάσισα να δουλέψω και να πηγαίνω τη νύχτα στο σχολείο. Είμουνα πολύ μικρός, μόλις 13 χρόνων [...] Η μητέρα μας είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια κι ο πατέρας μας ώσπου να μας φέρει σ' αυτή την ηλικία εμαρτύρησε, γιατί ήταν υποχρεωμένος να μας μαγειρεύει, να μας πλένει και να μας ξεβρωμίζει, ενώ συγχρόνως έπρεπε να γράφει για να εξοικονομεί λίγα λεπτά. Έπρεπε λοιπόν να τον βοηθήσω.

Με το ενδεικτικό που είχα της Γ' τάξεως του Ελληνικού Σχολείου γράφτηκα στην Νυκτερινή Εμπορική Σχολή του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών και την ημέρα δούλευα διπλώνοντας φυλλάδια στον εκδοτικό οίκο Αντωνίου Σαραβάνου και Γεωργίου Στεφάνου. Εκεί στην οδόν Παπαρρηγοπούλου 7, απέναντι από την πλατεία Κλαυθμώνος, ήταν τα γραφεία και δίπλα το τυπογραφείο της "Ακροπόλεως" [...]

Τα μεσημέρια διακόπταμε τη δουλειά και πηγαίναμε στα σπίτια μας για φαΐ. Συνεχίζαμε το απόγευμα ως το βράδυ [...] Το βράδυ, μόλις σχολάγαμε από τη δουλειά, πήγαινα κατ' ευθείαν στο σχολείο, που ήταν πίσω από τη Μητρόπολη. Το μάθημα άρχιζε στις 8 και τελείωνε στις 10. Μετά έπαιρνα το τραμ το 10 που ερχόταν από τον Βοτανικό στις δέκα και είκοσι για τελευταία διαδρομή στο τέρμα Ιπποκράτους και πήγαινα στο σπίτι μου.

Το σπίτι αυτό ήταν υπόγειο, με ένα δωμάτιο και μια κουζίνα. Εκεί λοιπόν στην κουζίνα έτρωγα το βραδυνό μου και μετά έγραφα και διάβαζα με τη λάμπα του πετρελαίου μέχρι τις 12.30 τα μεσάνυχτα. Έπειτα κοιμόμουνα σε στρώμα που ήταν στρωμένο κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας, γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος για ύπνο. Στο μονάκριβο δωμάτιο κοιμόντουσαν 4 άτομα, ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, η αδελφή μου και η θειά μου». [...]

           Χριστόδουλος Οικονομόπουλος (1973)

«Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και οι γυναίκες» της Κία Βάλαντ

Συγγραφέας: Kia Vahland
Τίτλος πρωτοτύπου: Leonardo da Vinci und die Frauen. Eine Künstlerbiografie
Είδος έργου: Ιστορία της τέχνης - Βιογραφία
1η έκδοση στη γερμανική γλώσσα: Insel Verlag, Berlin 2019
Ελληνικός τίτλος: Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και οι γυναίκες. Η βιογραφία ενός καλλιτέχνη
Μετάφραση: Άντζη Σαλταμπάση
Εκδόσεις: Νήσος
Έτος έκδοσης: 2021

«Μέχρι και την εποχή του Λεονάρντο ντα Βίντσι, τα κορίτσια στις ιταλικές προσωπογραφίες αναπαρίσταντο ως αγνά πλάσματα. Πρώτος ο Λεονάρντο στρέφει τις γυναικείες φιγούρες του προς τον θεατή κι επιτρέπει τον εσωτερικό τους διάλογο. Οι γυναίκες του Λεονάρντο έχουν ψυχή και ισχυρή θέληση, κινούνται στον χώρο και στον χρόνο, είναι πλάσματα με δικαίωμα στη ζωή, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν έχουν κανένα δικαίωμα».

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ζωγραφίζει τις γυναίκες όπως ο κόσμος δεν τις είχε γνωρίσει: με αυτοπεποίθηση, ως προσιτά όντα με πολύπλοκες προσωπικότητες. Γιορτάζει το πείσμα τους, τη νοημοσύνη τους, τη συναισθηματικότητα και τον αισθησιασμό τους - και μαζί με τα μοντέλα του εφευρίσκει τη σύγχρονη γυναίκα ως ισότιμο αντίστοιχο με τον άνδρα.

Χρησιμοποιώντας τους πίνακες και τα κείμενα του Λεονάρντο καθώς και άλλες ιστορικές πηγές για αυτόν, η Κία Βάλαντ περιγράφει τη ζωή και ολόκληρο το ζωγραφικό έργο του ιδιοφυούς καλλιτέχνη. Αφηγείται τις ιστορίες των σημαντικών προσωπικοτήτων που βρίσκονται κοντά του, όπως η Ισαββέλα ντ' Έστε και ο Λαυρέντιος των Μεδίκων και αναλύει πτυχές της καθημερινής ζωής και των πολιτικών σχέσεων της Αναγέννησης. Η βιογραφία εξηγεί πώς ο ζωγράφος έσπασε τις συμβάσεις της εποχής του και ανέπτυξε μια νέα άποψη για τη φύση και την τέχνη, τις γυναίκες και τους άνδρες, την επιστήμη, τη θρησκεία και την πολιτική και έτσι καθιέρωσε τη φήμη και τη σημασία του μέχρι σήμερα.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η Κία Βάλαντ (Kia Vahland) είναι ιστορικός και κριτικός τέχνης με ειδίκευσης στην Αναγέννηση και συντάκτρια για τον πολιτισμό και τις ανθρωπιστικές επιστήμες στη Süddeutsche Zeitung. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και στη Γερμανική Σχολή Δημοσιογραφίας. Για τη δουλειά της έχει λάβει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Βραβείου Michael Althen για την κριτική (2016). Έχει συγγράψει βιβλία για τους Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο, Μιχαήλ Άγγελο και Ραφαήλ, καθώς και πολλά δοκίμια ιστορίας της τέχνης.

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

«Οι κήποι της θύμησης» του Αγκίμ Μάτο

Συγγραφέας: Agim Mato
Τίτλος ελληνικής έκδοσης: Οι κήποι της θύμησης
Είδος έργου: Ποίηση
Μετάφραση: Ανδρέας Ζορμπαλάς
Εκδόσεις: Οδός Πανός
Έτος έκδοσης: 2017

Ο Αγκίμ Μάτο γεννήθηκε το 1947 στην πόλη των Αγίων Σαράντα και πέθανε το 2021. Όταν ήταν τριών ετών, το κομμουνιστικό κόμμα συνέλαβε τον πατέρα του μαζί με άλλους διανοούμενους και τον καταδίκασε σε 15ετή κάθειρξη. Ο Αγκίμ Μάτο, ζώντας σε μεγάλη φτώχεια, δεν απέκτησε ποτέ το δικαίωμα των ανώτερων σπουδών. Σε ηλικία 20 ετών εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Νότος (Jug) και τέσσερα χρόνια μετά ακόμη μία με τίτλο Στο κατώφλι των σπιτιών μας (Në pragun e shtëpive tona). Ως γιος πολιτικού κρατουμένου τού απαγορεύτηκε να εκδίδει τα έργα του και τα βιβλία που είχε βγάλει μέχρι τότε πολτοποιήθηκαν. Κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος δεν μπόρεσε να εκδώσει τίποτε άλλο, με το τέλος του όμως δημιούργησε τις εκδόσεις Milosao. Για ένα μεγάλο διάστημα εξέδιδε τα βιβλία άλλων συγγραφέων, όμως το 2011 εξέδωσε τρεις προσωπικές ποιητικές συλλογές, οι οποίες έτυχαν σπουδαίας υποδοχής από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.

Περιμένω να φύγω από τούτο το σώμα

Περιμένω να φύγω από τούτο το σώμα. Δεν μπορώ να
            μένω πια
σ’ αυτό το ερείπιο, καμένο
απ’ τα όνειρα που τα ξεχνούσα αναμμένα τις μοναχικές νύχτες,
απ’ τις φλόγες που τόσες φορές το κατάπιανε
και σχεδόν το αποτέφρωσαν.

Τόσες φορές το εγκατέλειψα να σφαδάζει,
αναμένοντας μέρα νύχτα στις κατηφόρες των καιρών
στους γαλαξίες πλάι,
κάτω από τα εκκωφαντικά τσιρίγματα των άστρων.

Δεν μπορώ να σκάψω πια
στις θαμμένες πολιτείες των αναμνήσεων
όπου ο άνεμος παρασέρνει τα σπάργανα των νεκρών ποιημάτων
μήπως και βρω στις σωρούς των σκουπιδιών
ένα χαμένο χάδι, το κοχύλι απ’ όπου πρόβαλε η Αφροδίτη
και το θαμπό λυχνάρι που το σβήσανε οι θύελλες.

Ό γέγονε γέγονε σ’ αυτή τη ζωή! Τώρα είμαι ένας ζητιάνος
που απλώνει το χέρι στις παροιμίες. Ίσως αυτές
μου χαρίσουν για λίγο το μαγικό password
για να ανοίξω τη Σπηλιά Σουσάμι με τους θησαυρούς.

Αν όχι σήμερα, αύριο θα το παρατήσω ετούτο το σώμα.
Είναι μάταιο να παραμείνω κλεισμένος σ’ αυτό το σκελετό,
που οστεοποιήθηκε από τα χρόνια,
από το καρτέρεμα,
απ’ τις κραυγές των πρώην λογοκριτών.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

«Η μπαλαφάρα των τεσσάρων» - Μέρος 7ο

Προηγούμενα μέρη:

1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος, 4ο μέρος, 5ο μέρος, 6ο μέρος
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 7ο

**Γράφει ο Τριαντάφυλλος Σωτηρίου

Στους κυματοθραύστες πίσω από το ΣΕΦ

      «Ώστε ο Ηλίας Σκούρος ήταν την ώρα της έκρηξης στο καφενείο του Τουρκομένη».
      «Μα πώς…»
      «Ο πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου της Παλαμήδη 64 μας είχε πει στην κατάθεσή του ότι δουλεύει σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών στην Πεσσών 16. Δύο ομοειδείς εταιρίες στο ίδιο κτίριο, δύσκολο· η Καστέλλα δεν είναι Μανχέτταν» είπε ο Μπουλ, τονίζοντας το αχνό χι και το schwa. «Ένα κι ένα κάνουν δυο, δε θέλει δα πολύ μυαλό. Και δε μου λες, αυτός ο Ηλίας Σκούρος, έναν Σάββα και έναν Κυριάκο, τους έχει τίποτα;»
      Ο Μπουλ είχε μάθει από τον Τουρκομένη στην πρώτη επίσκεψή του στο «Εθνικός 1924» ότι οι Διόσκουροι ήταν τα αδέλφια Σάββας και Κυριάκος Σκούρος. Πολύ πεζό: όχι Διόσκουροι, αλλά δύο Σκούροι. Ο Γεωργίου θα επέστρεφε αυτή την ώρα από την εταιρία, όπου τον είχε στείλει μήπως ψαρέψει τίποτα. Αν δεν ήθελε να κινήσει υποψίες για την απουσία του, έπρεπε οσονούπω να επιστρέψει και ο ίδιος.
      «Πατέρας τους. Μαζί έχουν την εταιρία, εμπορεύονται είδη εξωτικής λαϊκής τέχνης. Ο πατέρας, παρά τα χρονάκια του, έχει ακόμα τα ηνία, και τα αδέλφια είναι ετερόρρυθμοι εταίροι».
      «Παύλο, είσαι πάντα πολύτιμος. Σ’ αφήνω τώρα, είμαι σκαστός από το γραφείο, θα τα πούμε σύντομα» είπε ο Μπουλ.
      Περνώντας την υπόγεια διάβαση για να βγει απέναντι και να πάρει τον ηλεκτρικό, διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι μπεζ αλλοδαπών. Η μικρόσωμη κοπέλα με το πορφυρό σάρι τον κεραυνογράφησε σε άλλη διάσταση. Από το αστρικό του σώμα είδε τον εαυτό του σ’ ένα ψυχεδελικό τοπίο να τραγουδά “I don’t know where, but she sends me there”.
      Δεν του έκανε καρδιά ν’ αφήσει τα μαγευτικά μορφοκλάσματα με τα έντονα χρώματα, όμως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Τύλιξε την ασημένια του χορδή και ξαναμπήκε στο φυσικό του σώμα. Το μεθυστικό πατσουλί της Ινδής τον συνόδευε μέχρι την αποβάθρα του σταθμού του Φαλήρου.
      «Πολλοί Σκούροι χτες στο καφενείο. Η υπόθεση έχει αρχίσει να σκουραίνει επικίνδυνα» σκέφτηκε καθώς επιβιβαζόταν.

Ο ίσκιος του Τζέρρυ Λ. Λούη

      Πρώτη μέριμνα του Πρόδρομου Ντίκα μόλις πέρασε τον έλεγχο στο ΑΙΑ με το καινούργιο του διαβατήριο ως Γεράσιμος Λ. Λούης κουβαλώντας μόνο ένα ελαφρύ σακίδιο πλάτης, ήταν να μπει στις τουαλέτες για να κοκαλώσει το κοκοράκι του με μπρυλκρήμ. Στους διπλανούς νιπτήρες, δύο Κρητικοί έλεγαν για του Ασημάκη τη θυγατέρα· ο ένας ανέφερε «τση ζούγκλες του Ζαΐρ, του Νίζηρα και τση Ναμίμπιας». «Κοντοχωριανοί» σκέφτηκε ο Τζέρρυ.
      Στην αίθουσα αφίξεων, παραμέρισε έναν όψιμο ροκαμπιλλά που τον πέρασε για τον Shockin’ Steve των Bullets και του ζητούσε αυτόγραφο, και κατευθύνθηκε στις θυρίδες των ρεντκαρατζήδων.
      Πριν ο νεοφερμένος φτάσει στο πάρκινγκ του αεροδρομίου για να παραλάβει το Άστρα κάμπριο που είχε νοικιάσει για μια εβδομάδα, ο υπάλληλος της εταιρίας ενοικίασης, σακουλεμένος, είχε ενημερώσει εκεί που έπρεπε.
      Όταν πια ο πρώην Ντίκας και νυν Λούης πέρασε και τις Τζιτζιφιές και κατευθυνόταν προς τον Πειραιά, ο συνεργάτης τού Μπουλ και του Γεωργίου, γνωστότερος ως ίσκιος για την απαράμιλλη ικανότητά του στην αθέατη παρακολούθηση, πήρε σήμα από την ομάδα του Παύλου ότι το δέμα ήταν πια στα δικά τους χωρικά ύδατα και ότι αναλάμβαναν πλέον αυτοί. Ο ίσκιος κατέβασε ταχύτητα, έστριψε Κηφισού και βγήκε Πειραιώς, σιγοσφυρίζοντας ένα αυτοσχέδιο κότσαρι. Στο φανάρι του «Κορτσόπον», σε μια Ρόβερ δίπλα του, ένας γερο-ταρνανάς σαλιάριζε με μια πιτσιρίκα με πολύ κοντή φούστα, ή πολύ φαρδιά ζώνη. «Τι πουρό, τι καγκουρώ, τσέπες έχουν και τα δυο» αποφάνθηκε θυμόσοφα στο είδωλό του στο καθρεφτάκι του οδηγού, και συνέχισε για το σπίτι.
      Κοίταξε το ρολόι του. Προλάβαινε χαλαρά την πολλοστή επανάληψη του «Παντρεμένοι με παιδιά», που θα ξεκινούσε αργότερα στο Τηλεάστυ. «Βεζούβιε, σούρχομαι» είπε στην Πέγκυ Μπάντυ. «“Εκείνη δεν απήντησεν...”, ως έγραψε μια συγγραφεύς ρομαντική», ως έγραψε ο Τεύκρος Ανθίας.

Η σοδειά του Γεωργίου από την Πεσσών 16

      Ο Γεωργίου μουρμούριζε τον «Δράκο του πάρκου» του Λήτη και της Ιζόλδης, μιμούμενος και το φλάουτο και το βιολί, καθώς ανέβαινε στον τρίτο όροφο της ΓΑΔΑ. Ο Μπουλ είχε μόλις επιστρέψει από τη συνάντησή του με τον Παύλο στο ΣΕΦ.
      «Αστυνόμε, τάξε μου!» είπε εύθυμα μπαίνοντας στο γραφείο του Μπουλ, και άνοιξε απότομα την καμπαρντίνα του.
      Ο Γεωργίου γύριζε από την επίσκεψή του στην «Ηλίας Σκούρος και Υιοί ΕΕ, Εισαγωγαί-Εξαγωγαί Ειδών Λαϊκής Τέχνης», στην Πεσσών 16, όπου δούλευε ως λογιστής ο Οικονόμου. Στη διάρκεια της ολιγόλεπτης ξενάγησής του από τον ιδιοκτήτη στις αποθήκες της εταιρίας, προλάβαινε να καταχωνιάζει ταχυδακτυλουργικά στη φόδρα της καμπαρντίνας του διάφορα μικροαντικείμενα.
      «Δανείστηκα μερικά ψιλολοΐδια από τον φίλο μας» συνέχισε θριαμβευτικά και άρχισε να βγάζει από διάφορες απίθανες κρύπτες του ιματισμού του και να αραδιάζει στο γραφείο του Μπουλ τη σοδειά του.
      «Πώς και δεν σελέμισες και καμιά καρέκλα από μπαμπού, Γεωργίου;» είπε ο Μπουλ, που θυμήθηκε ότι πέρσι, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή για τα παιδιά των εργαζομένων της ΓΑΔΑ, ο Γεωργίου είχε κλέψει την παράσταση εξαφανίζοντας και επανεμφανίζοντας αλλού αντικείμενα και κάνοντας διάφορα κόλπα με τραπουλόχαρτα. Η αποθέωση ήταν όταν άναψε το πούρο του Μεγάλου Αρχηγού με ένα παγάκι. Κρυφό ταλέντο ο δικός σου.
      «Θα καταλάβαινε ότι έλειπε, αστυνόμε» απάντησε σοβαρά ο άλλος. Έμπιστος, εχέμυθος και ικανός για μπάτσος ο Γεωργίου, αλλά η NASA και το CERN δεν θα έριζαν ποτέ για το ποιος θα τον πάρει στη δούλεψή του. Οι αδικίες της ζωής.
      Ο Μπουλ ζύγισε στο χέρι του και κούνησε σαν κουδουνίστρα κοντά στο αυτί του ένα λευκό Άρμα και έναν μαύρο Ελέφαντα που είχε σουφρώσει από δύο διαφορετικές σιανγκτσιέρες ο Γεωργίου. Έκανε το ίδιο και με τη μικρογραφία ντιτζεριντού. Κούνησε το κεφάλι με σημασία. Επιχείρησε να τ΄ ανοίξει. Αντιστέκονταν. Δεν επέμεινε. Τα έδωσε όλα πίσω στον Γεωργίου να τα στείλει στο εργαστήριο. Δεν θα εκπλησσόταν καθόλου αν η ανάλυση έδειχνε ότι τα κομμάτια του κινέζικου σκακιού έκρυβαν άσπρη πούδρα, και η λιλιπούτεια απομίμηση του μουσικού οργάνου των αβοριγίνων, αλλοτροπικό άνθρακα.
      «Και δεν σου είπα το καλύτερο, αστυνόμε. Ξέρεις ποιοι άλλοι έχουν πόντους στην εταιρία;»
      Ο Μπουλ φυσικά ήξερε την απάντηση από τη συνάντησή του με τον Παύλο, αλλά προσποιήθηκε τον ανήξερο. Σε αυτή τη φάση, είχε αποφασίσει να εμπιστεύεται μόνο τον πειραιώτη συνάδελφό του.
      «Οι Διόσκουροι!» συνέχισε μετά από λίγα δευτερόλεπτα παύσης για σασπένς και με γνήσιο ενθουσιασμό ο Γεωργίου, σαν να δήλωνε ότι υπέκλεψε από τον Μεντβέντεφ τους κωδικούς των πυρηνικών όπλων της Ρωσσίας.
      «Τι λες βρε παιδί μου!» εξεπλάγη ελεγχόμενα ο Μπουλ, σαν να το ακούει για πρώτη φορά. «Για λέγε, για λέγε» τον παρότρυνε.

Μυστική συνάντηση στο Τζάνειο

      Ο Μπουλ ετοιμαζόταν να σχολάσει όταν πήρε στο κινητό του ένα μήνυμα από τον Παύλο: «ELA TZANEIO TORA EXO NEA».
      «Μάλλον θα πρέπει μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση να νοικιάσω κανένα δωμάτιο στο Lilia, να μη με τρώνε οι δρόμοι» σκέφτηκε, και ξεκίνησε για το μετρό στην Αλεξάνδρας.
      Τώρα βάδιζαν στους διαδρόμους του Τζάνειου.
      «Πώς πάνε οι τραυματίες της έκρηξης;» ρώτησε ο Μπουλ τον Παύλο.
      «Τα τέσσερα γεροντάκια ήδη παίζουν τσατουράνγκα μπλάιντ στο φουαγιέ. Οι τρεις αύριο παίρνουν εξιτήριο, ο τέταρτος, ευκαιρίας δοθέντος...»
      «...δοθείσης...»
      «Μάλιστα, κύριε Μπαμπινιώτη, δοθείσης, θα κάτσει να βγάλει τον προστάτη του».
      «Και ο μαγαζάτορας;»
      Αντί για απάντηση, ο Παύλος προχώρησε λίγο ακόμα, στάθηκε στο κατώφλι ενός εξάρη θαλάμου και έδειξε στο εσωτερικό του, σαν να έλεγε : Δες μόνος σου.
      Ο γιγαντόσωμος πρώην τερματοφύλακας πηγαινοερχόταν σαν θηρίο στο κλουβί στο δωμάτιο μιλώντας στο κινητό. Τρεις επισκέπτες του, καθισμένοι στο αχρησιμοποίητο κρεβάτι του, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα καθώς τον περίμεναν να τελειώσει. Περπατούσε σαν συγκαμένος.
      «Δεν είχα προσέξει ότι είναι στεατοπυγικός» είπε ο Μπουλ στον Παύλο.
      «Δεν είναι, οι επίδεσμοι κάτω από την πυτζάμα τον κάνουν να φαίνεται έτσι. Τον βρήκαν κάτι θραύσματα γυαλιών σε σημείο που για λίγες μέρες ακόμα δεν θα μπορεί να καθίσει σε καρέκλα, και θα πρέπει να κοιμάται μπρούμυτα».
      «It’s only me» σκέφτηκε ο Μπουλ.
      Ο Τουρκομένης έδινε οδηγίες από το κινητό στον μάστορα για τις επισκευές του μαγαζιού.
      «Και κοίτα, Τρύφωνα, μη μου το κάνεις κρεπερί, τζαμιλίκια και αηδίες, εμείς είμαστε καφενείο του παλιού καιρού. Οποιανού δεν αρέσει και θέλει αμέρικαν μπαρ, ας πάει στο Appaloosa, που έχει και φλογερές βεδουΐνες, ξελογιάστρες, τσαχπίνες» έλεγε. (Βραζιλιάνες εννοούσε, αλλά ας μην του κάνουμε υποδείξεις και τον ερεθίσουμε περισσότερο.) «Και να μου κάνεις την επιγραφή όπως ήταν, από νέον. Τι παναπεί δεν βγαίνουν πια τσίγκινα τραπέζια; Στου βοδιού το κέρατο να πας και να βρεις! Μέχρι την Παρασκευή που βγαίνω, θέλω να είναι όλα έτοιμα, το καλό που σου θέλω, αλλιώς θα έχεις να κάνεις με τον Πηρούνια και τις Πινέζες!»
      Διέκοψε απότομα τη συνομιλία, βούτηξε συγχυσμένος ένα παξιμαδάκι κολίανδρου που πήρε από το κομοδίνο του διπλανού του νοσηλευόμενου στο ποτήρι με τη σπιτική σουμάδα που κρατούσε ένας συγγενής ενός τρίτου αρρώστου και, μισομπουκωμένος και πάντα όρθιος και υπερκινητικός, μπήκε στην κουβέντα των επισκεπτών του.
      «Τον καλοβαλμένο κύριο με τα χρυσά γυαλιά τον ξέρω από την τηλεόραση, ο Σάββας ο Θεοδωρίδης είναι. Το ομορφόπαιδο με το μαλλί-κάσκα τον θυμάμαι, έχει παίξει και στην ΑΕΚ και στον Γαύρο, είναι ο Χρήστος ο Αρβανίτης. Φλέβες κόβανε τα κοριτσόπουλα για πάρτη του. Ο τρίτος όμως;» ρώτησε τον συνάδελφό του ο Μπουλαξίζης.
      «Κάνε μας τη χάρη, ρε Κουρκουβέλα!» έδωσε αντί για τον Παύλο την απάντηση ο Τουρκομένης. «Μάθε πρώτα λίγη μπαλλίτσα και ύστερα έλα να μου πεις για τον Υφαντή. Τιτίκα ήταν, ναι, αυτό ήταν. Όλο κλο-κλο και από αυγό τίποτα. Κοτούλα. Ο πιο εύκολος αντίπαλος. Ένα Τσου, ρε Λάκη! φώναζα καθώς έκανα την έξοδο, και τον πήγαινε πέντε-πέντε. Κικιρίκουκου γειτόνοι, σηκωθείτε ξημερώνει!» συνέχισε με τη βροντερή φωνή του.
      Οι δύο συνάδελφοι άφησαν τη σύναξη παλαίμαχων διεθνών τερματοφυλάκων στις αναμνήσεις της και συνέχισαν να βαδίζουν στον διάδρομο.
      «Και οι αδελφοί Σκούροι;»
      «Είναι λίγο σοβαρότερα, όμως δεν διατρέχουν κίνδυνο. Είναι στον έβδομο, φυσικά σε χωριστά δωμάτια. Δεν φρουρούνται εμφανώς, αλλά επιτηρούνται διακριτικά· αρκετά διακριτικά ώστε να ενθαρρύνονται οι επίδοξοι επισκέπτες» έκλεισε το μάτι ο Παύλος στον Μπουλ.
      «Και έσκασε μύτη ο τεξανός καμπόης με το κοκοράκι α λα Έλβις και τη φαβορίτα σαν τον χάρτη της Ιταλίας που παρακολουθούμε από χτες που ήρθε από το Γιοχάννεσμπουργκ».
      «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Παύλος.
      «Ένα και δύο κάνουν τρία, αν δεν σου φτάνουν κάνε απεργία» απάντησε ως άλλος Νεγρεπόντης ο Μπουλ. «Ανακριτής ποιος ορίστηκε;»
      «Ο ίδιος που ήταν στη υπόθεση των αδελφών Χλωρών. Είχαμε το ιατρικό ελεύθερο να πάρουμε καταθέσεις ήδη από χτες, όμως αφήσαμε να γίνει η… χμμ… επίσκεψη που λέγαμε, και μετά πήγε ο ανακριτής. Γι΄ αυτό ήθελα να τα πούμε από κοντά· τέτοια πράγματα δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Προσοχή, ο εχθρός παρακολουθεί, που μαθαίναμε και στη Σχολή. Λοιπόν, έχουμε ήδη τις πρώτες αυθόρμητες καταθέσεις» ξαναέκλεισε το μάτι.
      Η γκάμα της γλώσσας σώματος του Παύλου ήταν ολοφάνερα περιορισμένη, όχι όμως και η πανουργία του, ούτε η εντιμότητά του. Ο Μπουλ μπορούσε σίγουρα να βασιστεί πάνω του.

(Συνεχίζεται)

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

«Ο ταξιδιώτης» του Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς

Ένα κλασικό και παράλληλα εντυπωσιακά επίκαιρο μυθιστόρημα. Μια πολύτιμη λογοτεχνική μαρτυρία που ανακαλύφθηκε εκ νέου και εκδόθηκε μετά από 8 δεκαετίες με μεγάλη επιτυχία, καθώς απαντά σε κεντρικά ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας.

Συγγραφέας: Ulrich Alexander Boschwitz
Τίτλος πρωτοτύπου: Der Reisende
Είδος έργου: Μυθιστόρημα
1η συγγραφή στη γερμανική γλώσσα (σε χειρόγραφο): 1938
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα (με το ψευδώνυμο John Grane): Λονδίνο, 1939
Ελληνικός τίτλος: Ο ταξιδιώτης
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Έτος έκδοσης: 2019

Ένα λογοτεχνικό ντοκουμέντο που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1939 και αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη σε μυθιστόρημα μαρτυρία για τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Θεωρούνταν χαμένο, μέχρι που το χειρόγραφο-θησαυρός βρέθηκε πρόσφατα στη Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη και ανασύρθηκε στο φως της δημοσιότητας.

«Για εμάς τους Εβραίους η ζωή απαγορεύεται», είπε ο Ζίλμπερμαν. «Τι θα κάνετε; Θα υπακούσετε στην απαγόρευση;»

Ο Ότο Ζίλμπερμαν, Εβραίος επιχειρηματίας και διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, χάνει το σπίτι και την επιχείρησή του εξαιτίας των πογκρόμ του Νοεμβρίου του 1938. Μ’ έναν χαρτοφύλακα γεμάτο χρήματα, που κατάφερε τελευταία στιγμή να διασώσει, προσπαθεί να περάσει παράνομα τα σύνορα, αλλά αποτυγχάνει και αναζητά καταφύγιο στα τρένα. Αρχίζει να ταξιδεύει ασταμάτητα, χωρίς προορισμό, περνώντας τις μέρες του σε βαγόνια, αποβάθρες, σταθμούς, εστιατόρια και αίθουσες αναμονής... Οι συναντήσεις και οι γνωριμίες που κάνει στα κουπέ των τρένων είναι οι συγκλονιστικές στιγμές αυτής της ατέρμονης φυγής που, κάποια στιγμή, τερματίζεται απότομα.

(Από την παρουσίαση του βιβλίου στο οπισθόφυλλο)

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Ένα ποίημα του Ρουμί

Γύρισες τον κόσμο ψάχνοντας τη ζωή
κι όμως η καρδιά σου θα πεθάνει.
Γεννήθηκες
στην ευλογημένη αγκαλιά της ένωσης
κι όμως θα πεθάνεις ολομόναχος.

Αποκοιμήθηκες στην όχθη μιας λίμνης
κι όμως πεθαίνεις στη δίψα.
Στέκεις στη κορφή του θησαυρού
κι όμως θα πεθάνεις πάμπτωχος.

Δεν είμαστε μπροστά, είμαστε πίσω.
Δεν είμαστε πάνω, είμαστε κάτω.

Σαν το πινέλο στο χέρι του ζωγράφου,
δεν έχουμε ιδέα πού βρισκόμαστε.


           (Από τη συλλογή Στον κήπο του Αγαπημένου, απόδοση Καδιώ Καλύμβα, εκδόσεις Αρμός 2003)

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

«Ελληνική Λογοτεχνία - Από τον Όμηρο στον 20ό αιώνα» του Στυλιανού Αλεξίου

Συγγραφέας: Στυλιανός Αλεξίου
Τίτλος πρωτοτύπου: Ελληνική Λογοτεχνία - Από τον Όμηρο στον 20ό αιώνα
Είδος έργου: Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας
Επιμέλεια: Αιμίλιος Καλιακάτσος
Εκδόσεις: Στιγμή
Έτος 2ης έκδοσης: 2021 (1η έκδοση 2010)

Η «Στιγμή» παρουσιάζει, για το ευρύτερο αναγνωστικό και επιστημονικό κοινό, το βιβλίο του Στυλιανού Αλεξίου Ελληνική Λογοτεχνία, εξέταση της ελληνόγλωσσης παραγωγής σχεδόν τριάντα αιώνων, από τον Όμηρο έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Η μελέτη διαρθρώνεται στα μέρη:
Α΄. «Η Ελληνική Αρχαιότητα», επική, λυρική και χορική ποίηση, φιλοσοφία, θέατρο, ιστορία, ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι, μυθιστόρημα και επίγραμμα.
Β΄. «Χριστιανικοί χρόνοι - Βυζάντιον», Παλαιά και Καινή Διαθήκη, εκκλησιαστικοί συγγραφείς, υμνογραφία, λογία, δημώδης και ηρωική ποίηση, ιστορικοί και χρονογράφοι, βυζαντινό μυθιστόρημα, λυρική ποίηση Ρόδου, σάτιρα και θρήνοι, Έλληνες σοφοί της Αναγέννησης.
Γ΄. «Ο Νέος Ελληνισμός», Κυπριακή και Κρητική Λογοτεχνία, Κρητικό Θέατρο, Δημοτικό τραγούδι, Γλωσσικό ζήτημα, λογοτεχνία στα Επτάνησα και την Αθήνα, η εποχή της ωριμότητας, Καβάφης, Καζαντζάκης, τα δύο Nobel, Ρίτσος.

Εξετάζονται κυρίως κορυφαίοι συγγραφείς και αντιπροσωπευτικά έργα, με επιδίωξη του ουσιώδους, της σαφήνειας και της αντικειμενικής κρίσης, χωρίς τεχνικές λεπτομέρειες και φόρτο παραπομπών. Ορισμένες τοποθετήσεις διαφέρουν από τις καθιερωμένες. Δίνεται επίσης το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο, και ένα Χρονολόγιο ελληνικής ιστορίας.

(Από την έκδοση)

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

«Η μπαλαφάρα των τεσσάρων» - Μέρος 6ο

Διαβάστε το 1ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/1.html
Διαβάστε το 2ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/2.html
Διαβάστε το 3ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/3.html
Διαβάστε το 4ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/4.html
Διαβάστε το 5ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/5.html
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 6ο

**Γράφει ο Ελισσαίος Βλάχος

      Ο Πρόδρομος Ντίκας κοίταζε την οθόνη του κινητού τηλεφώνου δυσκολευόμενος να πιστέψει το νέο που μόλις είχε πληροφορηθεί. Η πρώην πελάτισσά του και νυν υποψήφια ερωμένη του για απόψε, Λίλη, αγνώστου επιθέτου, προερχόμενη από το Βισμπάτεν –κατά δήλωσή της– τον ρώτησε:
      «Ιζ έβριθινγκ οκέι, Έλβις;» μεταφραζόμενο σε “Einai ola entaxei, Elvis?”
      Ο Ντίκας, γνωστός ως Έλβις στο νησί λόγω της Ροκαμπίλι εμφάνισής του, βγήκε από το σάστισμά του. Ανάκτησε την ψυχραιμία του, φύσηξε την τούφα που έπεφτε στο μέτωπο του, φόρεσε ένα χαμόγελο και την καθησύχασε:
      «Γιες μπέιμπι (Nai moro). Τζαστ ε πρόμπλεμ γουίθ ε κάργκο φρομ Γιοχάνεσμπουργκ. (Mono ena provlima me ena fortio apo to Johannesburg). Δέι νιντ μι δερ. (Me hreiazonte ekei.)»
      Της είχε πει τη μισή αλήθεια. Θα έφευγε όντως για το Γιοχάνεσμπουργκ, απ’ όπου παραλάμβανε εμπορεύματα για το μικρό μαγαζί του στο Νόσι Μπε, με αντίκες και παλαιοφανή είδη για τουρίστες. Εμπορεύματα, άλλοτε νόμιμα και άλλοτε αναμειγμένα με πολύτιμους λίθους παράνομης προέλευσης και διακίνησης. Όμως αυτή τη φορά μετά το Γιοχάνεσμπουργκ θα έπρεπε να πάρει την πρώτη πτήση για Ελλάδα. Το ελληνικό διαβατήριο που του προσέφερε διάφορες διευκολύνσεις στη ζωή του και κυρίως στις μετακινήσεις του, είχε προσφάτως ανανεωθεί. Και μάλιστα με διαφορετικό όνομα από το πραγματικό του. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αύριο τέτοια ώρα θα πατούσε το πόδι του στο νέο αεροδρόμιο των Αθηνών. Επιστροφή στην παλιά του πατρίδα μετά από 10 χρόνια. Θα προτιμούσε να μην κάνει αυτό το ταξίδι, αλλά εφόσον αληθεύανε οι εξελίξεις που μόλις έμαθε, τότε ήταν επιτακτική ανάγκη να αναλάβει ο ίδιος δράση.
      «Σόρι Λίλη, άι χαβ του λίβ (Signomi Lili, prepei na figo)» απολογήθηκε, ισιώνοντας το κοκκοράκι στα μαλλιά του.
      «Νέβερ Μάιντ (Pote myalo)» τον απάλλαξε άνετα η όμορφη ξανθιά.
      «Σι γιου ιν ε καπλ οφ ντέις ιφ γιου ΄ρ στιλ αράουντ (Ta leme se dyo meres an eisai akomi edo)» συνέχισε αυτός, ξέροντας ότι της λέει ψέμματα.
      «Χου νόουζ (poios miti)» απάντησε αυτή, ξέροντας ότι της λέει ψέμματα.
      «Μπάι σουίτι (Eimai bi glyka)» αποχαιρέτησε ο Πρόδρομος. Έπειτα απέλυσε τον μεταφραστή και πήγε να κανονίσει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Το παιχνίδι είχε χοντρύνει.

      Την ίδια εκτίμηση, χωρίς να γνωρίζει τις σκέψεις του Ντίκα, είχε και ο Αστυνόμος Πέτρος Μπουλαξίζης. Το βράδυ είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Δεν μπορούσε να χωνέψει το μακελειό που συνέβη στο καφενείο του Τουρκομένη. Όσα είχε δει λίγες ώρες νωρίτερα ήταν πλέον συντρίμμια. Όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του. Τα κάδρα των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών, ο Στέλιος ο μαγαζάτορας, η σκακιέρα με το ζάρι, ο Κώστας και ο Μάκης και τα άλλα γεροντάκια παρελαύναν από μπροστά του κάθε φορά που πήγαινε να κλείσει τα μάτια του. Το πρωί έπρεπε να μιλήσει στους ανώτερους του.

      «Τί εννοείτε, "δεν συνδέονται";»
      «Δεν συνδέονται εμφανώς, αστυνόμε. Αυτό εννοώ» διευκρίνισε ο αρχηγός σε φιλικό ύφος.
      «Μα, όπως σας είπα, στο καφενείο αυτό είχα περάσει πριν μια μέρα ακριβώς. Λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία στην Καστέλλα» επέμεινε ο Μπουλαξίζης.
      «Μπορεί να είναι απλώς μια σύμπτωση, Πέτρο. Αρκετές φορές έχουμε πέσει θύματα συμπτώσεων και καταλήξαμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Το κτίριο ήταν παμπάλαιο και οι εγκαταστάσεις του απαρχαιωμένες. Η αντιτρομοκρατική ήταν κατηγορηματική: διαρροή γκαζιού» Ο ανώτερός του προσπαθούσε να μην εκνευριστεί και να κλείσει το θέμα σε ήρεμα πλαίσια.
      «Και απεφάνθησαν τόσο γρήγορα;»
      «Υπονοείς κάτι εναντίον των συναδέλφων, Μπουλαξίζη;» Ο Αρχηγός πλέον είχε εγκαταλείψει το φιλικό τόνο της προηγούμενης κουβέντας. Για την ακρίβεια έδειχνε έτοιμος να εκραγεί.
      Ο Μπουλαξίζης ήθελε για μια ακόμη φορά να πει πως ναι, έχει σοβαρές υπόνοιες για συναδέλφους του, αλλά για μια ακόμη φορά είπε: «Όχι, Αρχηγέ». Στο κάτω-κάτω ακόμη κι αν υπήρχε δόλος, ποιος ξέρει από πόσο ψηλά είχανε έρθει οι εντολές προς τους συναδέλφους του.
      «Κοίτα, σε παρακαλώ να κρατήσεις τις σκέψεις σου κρυφές». Ο Αρχηγός είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του. Και συνέχισε:
      «Μ' αυτόν το χαμό, άλλο που δεν θέλουν οι δημοσιογράφοι να το συνδέσουν με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα». Ο Μεγάλος Αδελφός έριξε ένα βλέμμα στον αστυνόμο που δήλωνε πως η συζήτηση είχε τελειώσει. Ο Μπουλ χαιρέτησε και βγήκε από το γραφείο του αρχηγού κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Κατέβηκε στο γραφείο του, αλλά δεν τον χώραγε ο τόπος. Άφησε το υπηρεσιακό του κινητό στο γραφείο, κρέμασε το σακάκι του στον καλόγηρο και βγήκε. Παλιό κόλπο για να νομίζουν οι άλλοι ότι έχεις πεταχτεί κάπου κοντά. Μπήκε στο μετρό της Αλεξάνδρας.
      Η υπόθεση του καφενείου ήταν στα χέρια της Διεύθυνσης Πειραιά, όμως ο Μπουλαξίζης δεν ήταν ικανοποιημένος από τις επίσημες εξηγήσεις. Γι' αυτόν ήταν ξεκάθαρο ότι η έκρηξη και η δολοφονία σχετιζόντουσαν. Γιατί όμως ο αρχηγός του δεν συμμεριζόταν τη σκέψη του; Ήθελε να τα κουκουλώσει; Αν ήταν έτσι, τότε γιατί του ανέθεσε την υπόθεση της Παλαμήδη; Δεν είχε υποπτευθεί την έκταση που θα έπαιρνε η ιστορία; Δέχτηκε πιέσεις στο ενδιάμεσο;
      Στο Μοναστηράκι πήρε το τραίνο για Πειραιά. Βρήκε μια θέση δίπλα στο παράθυρο και κάθισε κοιτάζοντας έξω. Ακριβώς πίσω του δυο νεαροί συζητούσαν με πάθος για κάτι. Κατάλαβε ότι πρόκειται για σκάκι και αμέσως το αυτί του κόλλησε στη κουβέντα. Το θέμα τους ήταν η θεωρία των ανοιγμάτων και κάποιες σχετικές παρτίδες που είχαν παίξει. Οι νεαροί κατέβηκαν στην Καλλιθέα και ο Μπουλαξίζης επέστρεψε στις σκέψεις του. Ήταν εντυπωσιακό πόσο εύκολα προσηλωνόταν σε οτιδήποτε είχε σχέση με το σκάκι. Και αν ήταν αυτό; Αν αυτός ήταν ο λόγος που τον επέλεξε ο αρχηγός; Τον διάλεξε γιατί ήξερε σκάκι ή γιατί ήταν τόσο παθιασμένος με το σκάκι που θα περιέστρεφε την έρευνα γύρω απ' αυτό αγνοώντας πιο βασικά στοιχεία της υπόθεσης; Ο αρχηγός από την αρχή ήθελε να κατευθύνει την υπόθεση στο χώρο των σκακιστών. Ήταν, λοιπόν, κι αυτός μπλεγμένος; Δεν ήταν σίγουρο. Είπαμε πως πιέσεις μπορούν να δεχθούν όλοι. Κι ο αρχηγός δεν θα ήθελε να ρισκάρει την καριέρα του στις επερχόμενες κρίσεις. Την στρατιωτική, αλλά ίσως και την πολιτική καριέρα, στο δρόμο που χάραξαν κι άλλοι εδώ και λίγα χρόνια.
      Βγήκε στο σταθμό του Νέου Φαλήρου και πριν ανέβει τα σκαλιά χτύπησε το προσωπικό του κινητό. Ήταν ο Γεωργίου.
      «Πού ΄σαι, αστυνόμε; Δεν απαντάς στο γραφείο, δεν απαντάς και στο υπηρεσιακό...»
      «Έχω πεταχτεί να φάω κάτι». Δεν του άρεσε που έλεγε ψέμματα στον βοηθό του αλλά σ' αυτή τη φάση δεν εμπιστευόταν κανέναν.
      «Μίλησα με τον Στέλιο το Μπεκρή, αστυνόμε. Είναι στο Τζάνειο, εκτός κινδύνου. Μόνο κανά δυο γυαλάκια τού μπήκανε στο πρόσωπο. Σε λίγο θα βγει».
      «Τι λέει;»
      «Τη γλύτωσε φθηνά. Μόλις είχανε μπει οι Διόσκουροι. Λίγο να βιαζόταν να μπει κι αυτός και τώρα θα 'βλεπε τα χόρτα ανάποδα».
      «Τίποτε άλλο;»
      «Όταν του είπα πως ήταν έκρηξη γκαζιού κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια. Είχε περάσει από πυροτεχνουργός στη θητεία του και κάτι ξέρει».
      «Καλά, υπαστυνόμε. Τα λέμε σε λίγο στο γραφείο».
      «Έγινε, αστυνόμε. Καλή σου όρεξη».
      «Έ; Α, ναι! Ευχαριστώ».
      Ο Μπουλ έκλεισε το τηλέφωνο και κάλεσε γρήγορα ένα άλλο νούμερο. Μετά από λίγα χτυπήματα μια φωνή ακούστηκε:
      «Έλα, ρε Πέτρο, που χάθηκες; Είσαι καλά;»
      «Έχω υπάρξει και καλύτερα. Δυστυχώς σε παίρνω για εξυπηρέτηση».
      «Ό,τι θες».
      «Έχεις κάποια πρόσβαση στην υπόθεση του καφενείου;»
      «Κάτι λίγα, ναι».
      «Χρειάζομαι κάποια στοιχεία. Έχω αναλάβει, κατ' εξαίρεση, τη δολοφονία στην Καστέλλα πριν λίγες μέρες και νομίζω ότι τα δύο περιστατικά μπλέκονται. Στα θύματα του καφενείου, αν θυμάμαι καλά, ήταν ο μαγαζάτορας, τέσσερα γεροντάκια και δύο άντρες γύρω στα πενήντα. Θέλω ό,τι πληροφορίες βρήκατε που σχετίζονται μ' αυτούς τους τελευταίους».
      «Θα σου φέρω ό,τι βρω».
      «Σε μισή ώρα;»
      «Πού;»
      «Στους κυματοθραύστες πίσω από το Ειρήνης και Φιλίας;»
      «Έγινε». Ο Μπουλαξίζης έκλεισε το τηλέφωνο. Αισθανόταν καλύτερα. Ο Παύλος υπήρξε πάντοτε ένας καλός φίλος και ακέραιος συνάδελφος. Σίγουρα θα προσπαθούσε να τον βοηθήσει όσο γινόταν.
      Πήρε έναν καφέ στο χέρι και πέρασε τη λεωφόρο από την υπόγεια διάβαση. Θυμήθηκε τις μέρες που το στάδιο ήταν στις δόξες του και η διάβαση γέμιζε με εκατοντάδες κόσμου. Αυτή την ώρα η μόνη που περπατούσε μαζί του ήταν μια γριά με λιλά μαλλί που ερχότανε από απέναντι. Λίγο πριν διασταυρωθούνε η γριά σταμάτησε, τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια πίσω από τα γυαλιά της και σταυροκοπήθηκε. Ο Μπουλ την κοίταξε απορημένος και συνέχισε την πορεία του. Κάπου την είχε ξαναδεί αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Βγήκε στην επιφάνεια, πήγε γύρω γύρω από το στάδιο και βρέθηκε μπροστά στη θάλασσα και την ακτή, γεμάτη σκουπίδια. Έφτασε στα τοιχία και και κάθισε να πιει τον καφέ του. Σκέφτηκε ότι αυτό το μέρος περισσότερο για συνάντηση ναρκεμπόρων ταιριάζει παρά για συνάντηση αστυνομικών. Μετά σκέφτηκε ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο και συνέχισε να πίνει τον καφέ του. Ο Παύλος ήρθε με πέντε λεπτά καθυστέρηση. Μετά από έναν αδερφικό χαιρετισμό, μπήκε αμέσως στο ψητό.
      «Δεν μου λες, Πέτρο, αυτό στην Καστέλλα σε ποια οδό ήταν;»
      «Στην Παλαμήδη, στο 64».
      «Για δες σύμπτωση».
      «Τι;»
      «Υπήρχε ένας ακόμη μες στο καφενείο αλλά μας ζήτησαν να μην ανακοινώσουμε το όνομά του. Είχε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών, σε ένα μικρό στενό πίσω από την Παλαμήδη, στην οδό Πεσσών, στο 16».

(Συνεχίζεται)