Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

«Τ' αγνάντεμα» - διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιμάντη

       Επάνω στον βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παππάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορρηάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι’ ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένον βαθειά στην γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του. Όλον τον χρόνον παππάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθειά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», διά να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, ήρχοντο με της φαμίλιες των της ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν είξευραν να κάνουν το σταυρό τους, διά ν’ αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί· και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παππάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτονς βράχους, διά να φωτίση κι’ αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα. Τον άλλον καιρόν ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν’ ανάψουν τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιαίς ψηλοκεντημέναις, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν διά τα αδελφάκια των που εθαλασσοπνίγοντο δι’ αυτάς, διά να της φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. «Πάντα νάρχωνται, πάντα να φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά που ώργωναν αντί της ξηράς την θάλασσαν, φρόνιμα όπως τα δύο εκείνα τέκνα της ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο διά να καθήσουν και αγναντέψουν.
        Άμα είχαν φωτισθή τα νερά, η οψιμώτερα, αφού είχαν περάσει κ’ αι Απόκρεω, συνήθως περί την δευτέραν εβδομάδα των Νηστειών, αφού είχαν γευθή πλέον αχινούς και στρείδια αρκετά, οι ναυτικοί μας επέβαιναν εις τα βρίκια, εις της σκούναις των, και εμίσευαν· επήγαιναν να ταξειδέψουν. Τον καιρόν εκείνον καράβια και γολέτταις «έδεναν» μεσούντος του φθινοπώρου. Οι θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ της εστίας την θαλπωρήν, τον καπνόν του μελάθρου και το θάλπος της αγκάλης. Και όταν επανήρχετο η άνοιξις εις την γην, τότε αυτοί επέστρεφαν εις την θάλασσαν. Εσηκώνοντο στα πανιά τα αιμωδιασμένα και ναρκωμένα από την μακράν ραστώνην σκάφη ανά δύο ή τρία την αυτήν ημέραν, και η σκούνα έφερνε βόλταις εις τον λιμένα εάν ήτο ενάντιος, ή και ούριος, αν ήτο ο άνεμος. Η βάρκα επερίμενε διπλαρωμένη έξω εις την προκυμαίαν. Ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους αποχαιρετισμούς εις την οικίαν και ο λοστρόμος εμάκρυνε της πανετάδες εις τα καπηλειά. Κ’ η βάρκα επερίμενε. Και ο μούτσος έχασκεν επάνω εις το κεφαλόσκαλον. Και ο νεαρός ναύτης, όστις είχεν έλθει με τον μούτσον τώρα από την σκούναν, που ήταν στα πανιά, εγίνετο άφαντος. Δύο άλλοι σύντροφοι, περασμένοι στα χαρτιά, ναυτολογημένοι, έλειπαν. Κανείς δεν είξευρε πού ήσαν. Και μέσα εις το πλοίον όπου έφερνε βόλταις-βόλταις, κ’ εστρέφετο ως δεμένον περί κέντρον αόρατον — το κέντρον ήτο μέσα εις τας καρδίας και εις τας εστίας των ναυτικών — άλλος δεν ήτο ειμή ο πηδαλιούχος, ο μάγειρος, κ’ ένας επιβάτης, ξένος κ’ έρημος, εις τον οποίον είχαν ειπεί «τώρα, στη στιγμή, να, τώρα-τώρα θα φύγωμε» κ’ είχε μπαρκάρει, ο άνθρωπος, από δώδεκα ώρας πριν.
        Ο πλοίαρχος έπρεπε να βάλη εμπρός την καπετάνισσαν· αυτή ώφειλε να προπορευθή, επειδή ήτον τυχερή, βέβαια· κ’ έτσι απεφάσιζε να μπαρκάρη. Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος, ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσεν ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπώνια αρκετά, τρομπώνια από το πλοίον, τρομπώνια έξω από την πόλιν έκοφταν, εψαλλίδιζαν της βόλταις ταχύτερα, συντομώτερα ως να εσφίγγοντο διά να κόψουν την αόρατον εκείνην κλωστήν, το λεπτόν ισχυρόν νήμα, ως μίαν τρίχα ξανθήν μακράς κυματιζούσης κόμης, και το σκάφος έβαλλε πλώρην προς βορράν.
        Την ημέραν εκείνην και τας άλλας ημέρας της αρχής του έαρος, καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυναικών, ανείρπον, ανέβαιναν, ανήρχοντο, επάνω στην ρεμματιάν, το ρέμμα-ρέμμα, τον ελικοειδή δρομίσκον, όστις διαχαράσσεται ανά τους λόφους τους τερπνούς με τας χιλιάδας των ελαιοδένδρων, τον αειθαλή πρασινόφαιον στολισμόν της μεγάλης κοιλάδος με τας ράχεις, με τας κορυφάς, με τας εσοχάς και εξοχάς, ανετώτερον από την κυματίζουσαν ποδιάν της βοσκοπούλας του βουνού, πολυπτυχώτερον από την χρυσοκέντητον εσθήτα της νύμφης. Επάνω εις τον βράχον της ερήμου βορεινής ακτής, πλησίον εις το λησμονημένον παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας, εκεί εγίνετο το μαζεμμα των γυναικών, η σύναξις η μεγάλη.
        Τότε έλαμπον με μεγάλαις φωτιαίς τα κανδήλια της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Η γραία Μαλαμίτσα, η κλησάρισσα του αγίου Νικολάου, έβαλλε της φωναίς· έκανε το κακό. . . εμάλλωνε με όλαις της γυναίκες. Αυτή επήρε το καλαθάκι της, την ρόκαν της, τ’ αδράχτι της, και ήλθεν από τον Άγιον Νικόλαον επίτηδες, κατά παραγγελίαν του κυρ-Αγγελή του επιτρόπου. . . διά να μαλλώση της ευλαβητικαίς (αλλοίμονον! η ευλάβειά μας είνε για το συμφέρον, έλεγε σείουσα την κεφαλήν), να μην το παρακάνουν και χύνουν λάδια πολλά και λαδώνουν το έδαφος του ναού, και τα στασίδια και το αναλόγι, και τα δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήσαν εκεί, και τα μανάλια και τον τοίχον, και τα τέμπλον, και της ποδιαίς και αυτάς τας αγίας εικόνας. Αλλ’ η γυναίκες δεν την άκουαν. Τι χρειάζουνται τόσαις φωτιαίς, σαν πυροφάνια, εφώναζεν η γρηά Μαλαμίτσα. Αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παππα-Γεράσιμον, ότι η φωτιαίς των κανδηλιών πρέπει να είνε μικραίς, τόσαις δα, σαν λαμπυρίδες. Του κάκου. Κανείς δεν την ήκουεν.
        Οι ορμαθοί των γυναικών, ομάδες-ομάδες, συγγενολόγι. . . . διεσπείροντο εις μικρούς όχθους, εις πτυχάς του βράχου, ανάμεσα εις θάμνους και χαμόκλαδα, εις μέρη υψηλά και εις μέρη υπήνεμα, ήρχοντο με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιρίδιά τους. . . διότι πολλαί εξ αυτών ησχολούντο να βγάλουν αγριολάχανα. . . με τα προγεύματά τους, τα σαρακοστιανά, και αφού είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας, αφού είχαν κάνει μετάνοιες πολλαίς στρωταίς, κ’ είχαν κολλήσει αφιερώματα εις την εικόνα, κ’ είχαν χορτάσει τ’ αυτιά τους από τας νουθεσίας της γρηά-Μαλαμίτσας, εστρώνοντο εκεί εις την δροσεράν χλόην κι’ αγνάντευαν κατά τα πέλαγος. Τα βοσκόπουλα εκείνα τ’ άγρια κι’ αχτένιστα κι’ απλοϊκά, που της έβλεπαν από μακράν σαν σκιασμένα, απορούσαν κ’ έλεγαν:
        — Κύττα της! στα μάτια έκαμαν.
        Ως τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν.
        Ιδού το βρίκι του καπετάν-Λιμπέριου του Λιμνηού· είχε σηκωθή στα πανιά αργά την νύκτα· με το απόγειο της νυκτός ηύρε το ρέμμα και απεμακρύνθη κ’ εχώνεψε. Κατευόδιο καλό! Η προσευχή των μικρών παιδίων του ας είνε ως πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του καραβιού σας. . . στο καλό, στο καλό!
        Ιδού το καράβι του καπετάν-Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα, καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δυο, αυτό κι’ ο πλοίαρχός του, πάνε να μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια. Στο καλό πουλί μου, στο καλό!
        Ιδού και η γολέττα του καπετάν-Μανώλη του Χατζηχάνου. . . Η ψυχή μου, η πνοή μου να είνε πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πανιά σου. Σύρε, πουλί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα! Στο καλό!
        Νά κ’ η σκούνα του καπετάν-Αποστόλη του Βιδελνή, καινούργιο σκαρί, η τετάρτη ή πέμπτη, την οποίαν κατορθώνει εντός δεκαετίας να σκαρώση, μ’ όλην της τύχης την καταδρομήν. Έπεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλά το απόγειο, κι’ άργησε. Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που πηδούν εμπρός κι’ οπίσω στην κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου! Παναγιά, μπροστά σας! Στο καλό, στο καλό!
        — Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γριά-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, που μπόρεσε κι’ ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώση, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρι έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης.
        — Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι· ας έχη δόξα το όνομά της.
        — Το εξωκκλήσι αυτό άγιασε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτήτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
        — Γιατί;
        — Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα που ξεχωρίζει απ’ το γιαλό;. . . που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια . . . που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είνε το Φλανδρώ.
        — Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρης καλλίτερα, θεια-Φλωρού.
        — Το βλέπετε κ’ είνε ξέρα, είπεν η Φλωρού η Συρραχίνα· μια φορά κ’ έναν καιρό ήτον άνθρωπος.
        — Άνθρωπος;
        — Άνθρωπος καθώς εμείς. Γυναίκα. Αι άλλαι ήκουον με απορίαν. Η γρηά-Συρραχίνα ήρχισε να διηγήται.
        — Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μία κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστή έτσι — καθώς μούπε ο πνεμματικός απάνω στον Άι-Χαράλαμπον όσον τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονών, και μ’ επήγε η μάννα μου να ξαγορευτώ τη Μεγάλη Τετράδη. . . τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν είξερα, τα ξεράματά μου. . . το τι μώλεε ο πνεμματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ’ έ!. . . Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν, κ’ ύστερ’ από χρόνια. . . το κορίτσι πρέπει νάνε φρόνιμο και ντροπαλό, νάνε υπάκοο, να μην κυττάζη τους νειους, ν’ αγαπά τον κύρη του και την μανούλα του· και σαν μεγαλώση, και δώση ο Θεός και παντρευτή με την ευχή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά από τον άνδρα της.
        Μώφερε το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων. . . Οι παληοί Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα. . . Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα, ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πη Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πη μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ’ αγαθά του κόσμου, και έγεινε πέτρα γι’ αυτό. Τον καιρόν εκείνον ήτον ένας καραβοκύρης, ώμορφο παλληκάρι, κι’ αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε, και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι, και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγεινε κι’ ο γάμος· και σαν έγεινε ο γάμος, έρριξε το καράβι στο γιαλό, κ’ εμπαρκάρησε και πήγε να ταξειδεύη.
        Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν’ αγναντέψη, σαν καλή ώρα, ‘ς αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσεν η ψυχή της, που έφευγεν ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξη, να στηλώση την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ’ έκλαψε πικρά κ’ εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι’ αγρίεψαν κ’ εθέριεψαν. . . και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κ’ έγεινε αγυρισιά του. . . Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ’ αυτόν τον έρμο γιαλό κ’ εκύτταζε κι’ αγνάντευε. . . κ’ επερίμενε, κ’ εκαρτερούσε κι’ απάντεχε. . . Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δύο χρόνια, πέρασαν τρία. . . και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε. . . και το Φλανδρώ έκλαψε, και καταράστηκε την θάλασσα, και τα μάτια της εστέγνωσαν, και δεν είχε πλεια δάκρυ να χύση. . . και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτραις, να της κάμουν τη χάρι να γείνη κι’ αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα. . . και το ζήτημά της έγεινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα. . . με το σκήμα τ’ ανθρωπινό, που τρίβηκε κ’ εφθάρηκε απ’ τα κύματα ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα, και νά ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά απάνω της το κύμα. . . κ’ η φωνή της, το βογγητό της, γίνεται ένα με το βογγητό της θάλασσας . . . Νά η ξέρα εκεί. Αυτή ‘νε η Φλανδρώ. Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαπτιστή η πλάσι, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δύο καράβια, έταξε στην Παναγία, κ’ έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδίων της. . . Ας δώσ’ η Παναγία και σήμερα νάνε καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας, και στους γονιούς σας.

       — Φχαριστούμε· ομοίως και στα παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!
       
       Ο ήλιος εχαμήλωσε κατά το βουνόν, τα πρώτα πλοία είχαν γείνει άφαντα προ ώρας· και η τελευταία γολέττα μικρόν κατά μικρόν εχώνευεν εις το μέγα πέλαγος. Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ανά τους λόφους, κ’ έβγαζαν καυκαλήθραις και μυρόνια, κ’ έκοφταν φτέραις κ’ αγριομάραθα. Σιγά-σιγά κατέβη ο ήλιος εις το βουνόν και αυταί κατήλθον εις την πολίχνην. Η νυκτερινή αύρα εσύριζεν εις τα δένδρα, και οι λογισμοί των γυναικών επετούσαν μαζί της, κ’ έστελλαν πολλάς ευχάς εις τα κατάρτια, εις τα πανιά και εις τα εξάρτια των καραβιών. Και βαθειά, εις την σιωπήν της νυκτός, τίποτε άλλο δεν ηκούσθη ειμή το λάλημα του νυκτερινού πουλιού, και το άσμα μιας τελευταίας συντροφιάς ναυτικών, μελλόντων ν’ αναχωρήσωσιν αύριον : «Σύρε, πουλί μου στο καλό και στην καλή την ώραν!»

(Από τη σελίδα http://dromospoihshs.gr/)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Μικρά ημερολόγια Δεκεμβρίου

Μαρκ Σαγκάλ, Ένα χωριό τον χειμώνα (1930)

Πάντα λάτρευα τον Δεκέμβριο. Είναι μήνας ήσυχος, γιορτινός, κατά κανόνα κάνει κρύο, έχει κανείς περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με διαφορετικά πράγματα που του αρέσουν.

Η ζωγραφική, ειδικά αυτή του τελευταίου ενάμιση αιώνα, είναι από τις αγαπημένες μου ενασχολήσεις. Όχι ως ζωγράφος, αφού το χέρι μου δεν πιάνει, αλλά ως αναγνώστης της ιστορίας της τέχνης. Τον Δεκέμβριο λοιπόν του 1985 δημιούργησα ένα μικρό ημερολόγιο με τις σκέψεις διαφόρων ζωγράφων για την τέχνη τους, που συνέλεξα από διάφορες πηγές -ιστορίες ζωγραφικής, μονογραφίες, βιβλία εκθέσεων κτλ. Το ονόμασα "Σκέψεις για τη ζωγραφική" κι ένα πολύ μικρό δείγμα μοιράζομαι εδώ.

Καλά Χριστούγεννα λοιπόν σε όλους!

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

Ο Γκυστάβ Κουρμπέ και το μανιφέστο του Ρεαλισμού

Τζο, η όμορφη Ιρλανδέζα (1855/1866)

Γκυστάβ Κουρμπέ (1819-1877)

«Έχω μελετήσει την τέχνη των παλαιών και την τέχνη των νεωτέρων, αποφεύγοντας κάθε προκαθορισμένο σύστημα και χωρίς προκαταλήψεις. Πλέον δεν ήθελα ούτε να μιμηθώ τους πρώτους ούτε να αντιγράψω τους άλλους· ούτε, ακόμη, ήταν πρόθεσή μου να επιτύχω τον τετριμμένο στόχο του "η τέχνη για την τέχνη". Όχι! Ήθελα απλώς να αντλήσω -έχοντας την πλήρη γνώση της παράδοσης- τη λογική και ανεξάρτητη συνείδηση της δικής μου προσωπικότητας.

Να γνωρίζω προκειμένου να πράξω, αυτή ήταν η ιδέα μου. Να βρίσκομαι σε θέση να μεταφράζω τις συνήθειες, τις ιδέες, την όψη της εποχής μου, σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση· να είμαι όχι μόνο ζωγράφος αλλά επίσης και άνθρωπος· εν συντομία, να δημιουργήσω ζωντανή τέχνη – αυτός είναι ο στόχος μου»
.

Πορτραίτο του Μπωντλαίρ (1848)

Από το Μανιφέστο του Ρεαλισμού, που έγραψε ο Γκυστάβ Κουρμπέ, ο πρώτος και σπουδαιότερος εκπρόσωπος του γαλλικού Ρεαλισμού στην τέχνη, δάσκαλος του Πισαρό και άλλων σπουδαίων ζωγράφων, άνθρωπος με μυθιστορηματική και αμφιλεγόμενη ζωή, για την οποία επιφυλάσσομαι να γράψω στο μέλλον.

Αγρότες που γυρίζουν από την αγορά (1850)

Μια ταφή στο Ορνάν (1849/1850)

Η πηγή (1852)

Το κύμα (1870)

Χείμαρρος στα βουνά της Γιούρα (1872/1873)

«Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης» - συλλογικό έργο

Ένα εμβληματικό έργο, που δεν θα έπρεπε να λείπει από καμία σοβαρή βιβλιοθήκη.

Συγγραφέας: συλλογικό έργο
Τίτλος ελληνικής έκδοσης: Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας
Είδος έργου: Ποιητική ανθολογία
Αριθμός σελίδων: 400
ISBN: 978-960-03-4929-0
Μετάφραση: Διάφοροι μεταφραστές
Επιμέλεια: Χριστόφορος Λιοντάκης
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Έτος έκδοσης: 2009 (1η έκδοση 1988)

ANΘOΛOΓOYNTAI

Γκυγιώμ Απολλιναίρ, Λουί Αραγκόν, Αντονέν Αρτώ, Πωλ Βαλερύ, Πωλ Βερλαίν, Μπορίς Βιάν, Ντομινίκ Γκραμόν, Ευγένιος Γκυγεβίκ, Πωλ Ελυάρ, Πιερ Εμμανυέλ, Μαξ Ζακόμπ, Φρανσίς Ζαμ, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζαν Καιρόλ, Ραϋμόν Κενώ, Πωλ Κλωντέλ, Ροζέ Κοβαλσκί, Τριστάν Κορμπιέρ, Βαλερύ Λαρμπώ, Ζυλ Λαφόργκ, Μισέλ Λεϊρίς, Ζαν-Πιερ Λεμαίρ, κόμης ντε Λωτρεαμόν, Στεφάν Μαλλαρμέ, Λοΰς Μασσόν, Ανρί Μισώ, Ζαν Μορεάς, Μαρί-Κλαιρ Μπανκάρ, Ζωρζ Μπατάιγ, Υβ Μπερζερέ, Υβ Μπονφουά, Αντρέ ντυ Μπουσέ, Αντρέ Μπρετόν, Σαρλ Μπωντλαίρ, Άννα ντε Νοάιγ, Μπερνάρ Νοέλ, Πιερ Νταινώ, Μισέλ Ντεγκύ, Ρομπέρ Ντεσνός, Ζακ Ντυπέν, Σαρλ Πεγκύ, Ζαν-Κλωντ Πενσόν, Μπενζαμέν Περέ, Φρανσίς Πονζ, Ζακ Πρεβέρ, Λιονέλ Ραι, Πιερ Ρεβερντύ, Αρθούρος Ρεμπώ, Ζακ Ρεντά, Ζακ Ρουμπώ, Σαιν-Τζων Περς, Ζαμ Σακρέ, Ρενέ Σαρ, Φιλίπ Σουπώ, Ζυλ Συπερβιέλ, Ζαν Ταρντιέ, Ζαν-Πιερ Φάιγ, Λεόν-Πωλ Φαργκ, Ζαν Φολλαίν, Αντρέ Φρενώ.

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΥΝ

Τέλλος Άγρας, Άρης Αλεξάνδρου, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Δημήτρης Άναλις, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Γιάννης Βαρβέρης, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Όλγα Βότση, Γιώργος Γεραλής, Αναστάσιος Γιανναράς, Βερονίκη Δαλακούρα, Αιμιλία Δάφνη, Βάσω Δερμάνη, Νάσος Δετζώρτζης, Μηνάς Δημάκης, Τιτίκα Δημητρούλια, Άρης Δικταίος, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Καίσαρ Εμμανουήλ, Ανδρέας Εμπειρίκος, Μαρία Ευσταθιάδη, Αλέξης Ζήρας, Γιώργος Θέμελης, Λητώ Ιωακειμίδου, Κ. Π. Καβάφης, Νίκος Καλαμάρης, Δημήτρης Καλοκύρης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Βασίλης Καραβίτης, Αντρέας Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Βαγγέλης Κάσος, Τάσος Κόρφης, Γιώργος Κοτζιούλας, Αχιλλέας Κυριακίδης, Κλείτος Κύρου, Νίκος Λεβέντης, Τάσος Λειβαδίτης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Μελισσάνθη, Αλέξανδρος Μπάρας, Ρίτα Μπούμη-Παππά, Μυρτιώτισσα, Θανάσης Νιάρχος, Γιώργος Ξενάριος, Ανδρέας Παγουλάτος, Κωστής Παλαμάς, Μήτσος Παπανικολάου, Τ. Κ. Παπατσώνης, Νίκος Παππάς, Κλέων Παράσχος, Στρατής Πασχάλης, Τίτος Πατρίκιος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Μαρία Πολυδούρη, Λάμπρος Πορφύρας, Γ. Π. Σαββίδης, Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θ. Σημηριώτης, Τάκης Σινόπουλος, Νίκος Σπάνιας, Κώστας Στεργιόπουλος, Γιάννης Σφακιανάκης, Κώστας Τσιρόπουλος, Γιάννης Υφαντής, Αντώνης Φωστιέρης, Θανάσης Χατζόπουλος, Αργύρης Χιόνης.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Κατάλογος Δεκεμβρίου 2024 των εκδόσεων Πατάκη

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να βρείτε τον πλήρη κατάλογο με τα βιβλία λογοτεχνίας, δοκιμίου και βιογραφίας των εκδόσεων Πατάκη για τον Δεκέμβριο 2024: https://www.patakis.gr/

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ένα κλασικό βιβλίο - «Το μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ

Ας χαρίσουμε ένα βιβλίο κλασικής λογοτεχνίας μέσα στις γιορτές. Να μια πρόταση: Το μοναστήρι της Πάρμας, του Σταντάλ.

Γραμμένο μέσα σε δύο μήνες –ένας άθλος για έργο τέτοιου μεγέθους και ποιότητας–, εκδόθηκε το 1839 το μυθιστόρημα Το μοναστήρι της Πάρμας του Σταντάλ. Η πλοκή του παρακολουθεί τη ζωή και τις περιπέτειες του νεαρού Ιταλού ευγενή Fabrice del Dongo, μια χαρισματική από κάθε άποψη προσωπικότητα, μπροστά στη νεανική ορμή του οποίου κανείς και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί. Πρόκειται για ένα έργο ζωντανό, αναζωογονητικό και γραμμένο με οξύνοια, στο οποίο κυριαρχεί ο έρωτας, η πολιτική, η ισχύς, οι κάθε είδους ίντριγκες, η φυλακή, η νεανική αφέλεια, η ευτυχία και η ματαίωση.

Το κορυφαίο αυτό έργο βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής: τον Ρομαντισμό, που είχε ήδη δώσει μεγάλα έργα, και τον Ρεαλισμό που γεννιόταν με πιονιέρους τον Μπαλζάκ και τον ίδιο τον Σταντάλ, και θα έφτανε στο αποκορύφωμά του με τον Φλωμπέρ και τον Ντίκενς.

Περισσότερες πληροφορίες σε παλαιότερη δημοσίευσή μας για το έργο: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2020/12/blog-post_72.html

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Νέα κυκλοφορία - «Τέσσερα ερωτικά γράμματα» του Νάιαλ Γουίλιαμς

Ο Niall Williams (1958) γεννήθηκε στο Δουβλίνο, όπου και σπούδασε γαλλική, αγγλική και αμερικανική φιλολογία. Το 1980 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, απ’ όπου επέστρεψε το 1985 αποφασίζοντας να ζήσει στην ιρλανδική ύπαιθρο, στο δυτικό Κλερ. Έχει γράψει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, σενάρια, και αυτοβιογραφικά βιβλία, μαζί με τη σύζυγό του, για τη ζωή στην εξοχή. Το μυθιστόρημά του History of the Rain ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ 2014. Τα Τέσσερα ερωτικά γράμματα έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 10 γλώσσες.

Συγγραφέας: Niall Williams
Τίτλος πρωτοτύπου: Four Letters of Love
Είδος έργου: Μυθιστόρημα
1η έκδοση στην αγγλική γλώσσα: 1997
Ελληνικός τίτλος: Τέσσερα ερωτικά γράμματα
Αριθμός σελίδων: 389
ISBN: 978-618-5598-37-2
Μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου
Επιμέλεια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Θάνος Σαμαρτζής
Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου
Εκδόσεις: Δώμα
Έτος έκδοσης: 2024

«Ήμουν δώδεκα χρονών όταν πρωτομίλησε στον πατέρα μου ο Θεός. Δεν μίλησε πολύ. Του είπε να γίνει ζωγράφος, μα δεν μπήκε σε περισσότερες λεπτομέρειες».

Στο Δουβλίνο, ο πατέρας του Νίκολας παρατάει τα πάντα προκειμένου ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Σ’ ένα νησί της δυτικής Ιρλαν­δίας, η νεαρή Ίζαμπελ φεύγει για τη μεγάλη πόλη, κουβαλώντας μια βουβή ενοχή. Πατώντας στα χνάρια του μαγικού ρεαλισμού, ο Νάιαλ Ουίλλιαμς γράφει για την αμφιβολία και την πίστη, για το πάθος και την παραίτηση, για τη συντριβή και το απρόσμενο θαύμα, ­καθώς διηγείται την ιστορία δυο ζωών που οδεύουν ανεπίγνωστα μα ακαταμάχητα προς το πεπρωμένο τους.

Διαβάστε περισσότερα: https://www.domabooks.gr/

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

«Ένα σκιερό σύννεφο από σιωπή» - ποίημα

Ζυγώνει ένα σκιερό σύννεφο από σιωπή
Και ασφαλή απουσία
Και λουλουδάκια που πάντα θα μαζεύουν τα παιδιά
Όταν θα τρέχουν σε πέλαγα από μέλλον
Και παιδικές χαρές από αυτές που δε ζήσαμε
Με κούνιες από αγνό μετάξι
Και θύελλες από σφιγμένα πρόσωπα
Και ποταμούς χρυσούς γεμάτους από μάτια
Που θα κοιτάζουν στιγμιαία προς τα εδώ
Και θα κυλούν διαβάζοντας καινούριες ψυχές
Καινούριες στιγμές
Και θ’ απαγγέλλουν καινούριες απουσίες.

      **Από τη συλλογή μου Μακρινό τραγούδι (2023)

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Νέα κυκλοφορία - «Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ

Ο Jean-Jacques Rousseau (1712–1778) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γενεύη. Σε ηλικία περίπου τριάντα ετών μετακόμισε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με την πνευματική πρωτοπορία της εποχής. Έγραψε φιλοσοφικές και πολιτικές πραγματείες, μυθιστορήματα, όπερες, και κείμενα αυτοβιογραφικά. Υπέστη αλλεπάλληλες διώξεις για τις ιδέες του, κι έζησε για χρόνια εξόριστος και ανέστιος. Για τον Καντ, ήταν «ο Νεύτωνας του ηθικού κόσμου». Η επιρροή που άσκησε στη φιλοσοφία, την πολιτική σκέψη, τη λογοτεχνία και, γενικότερα, στην ευαισθησία του νεότερου δυτικού πολιτισμού υπήρξε ανυπολόγιστη.

Συγγραφέας: Jean-Jacques Rousseau
Τίτλος πρωτοτύπου: Les Rêveries du promeneur solitaire
Είδος έργου: Αυτοβιογραφικά κείμενα
1η έκδοση στη γαλλική γλώσσα: 1782
Ελληνικός τίτλος: Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή
Αριθμός σελίδων: 256
ISBN: 978−618−5598−34−1
Μετάφραση - Εισαγωγή: Θάνος Σαμαρτζής
Διορθωσεις: Νίκος Κουμπιάς, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Δέσποινα Κανελλοπούλου & Μαριλένα Καραμολέγκου
Εκδόσεις: Δώμα
Έτος έκδοσης: 2024

«Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Αλλά εγώ, αποκομμένος απ' αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω».

Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μακριά απ' τους άλλους ανθρώπους; Κι όταν βρίσκομαι ανάμεσά τους, μπορώ να μην είμαι ψεύτικος; Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Ρουσσώ, μόνος, κυνηγημένος, απόκληρος, αφήνει την ψυχή του να απλωθεί ελεύθερη κι ανεμπόδιστη, καθώς μάχεται να δικαιώσει ενώπιον το     υ εαυτού του ολόκληρη την ύπαρξή του.

      (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Διαβάστε περισσότερα: https://www.domabooks.gr/

Μια παλαιότερη έκδοση του βιβλίου είχαμε παρουσιάσει εδώ.