Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

«Το τραγούδι της δόνια Άλντα» από το ισπανικό Ρομανθέρο

Η ιστορία του γενναίου ιππότη Ρολάνδου, ανιψιού του Καρλομάγνου, και ο θάνατός του από τους Μαυριτανούς στα στενά του Ρονθεσβάγιες πέρασε σε πολλές ευρωπαϊκές λογοτεχνίες. Στην Ισπανία έχει διασωθεί στην επική ποίηση και στη λαϊκή λογοτεχνία μέσω του Ρομανθέρο. Το τραγούδι της δόνια Άλντα, της συζύγου του, είναι διάσημο. Το ποίημα αυτό επικεντρώνει στο όνειρο της δόνια Άλντα λίγο πριν το τραγικό τέλος.

Η πρόχειρη αυτή απόδοση έχει γίνει με βασικό γνώμονα τη διατήρηση -όσο γίνεται- της ισπανικής παρηχητικής ομοιοκαταληξίας και του ισπανικού μέτρου.

Στο Παρίσι είν' η δόνια Άλντα, η κυρά του δον Ρολντάν
και τρακόσιες είναι οι ντάμες που τηνε προσέχουν.
Ένα φόρεμα έχουν όλες, ίδιο υπόδημα φορούν,
μαζί τρώνε στο τραπέζι, κι απ’ το ίδιο το ψωμί,
αλλά είναι η δόνια Άλντα απ’ όλες η ανώτερη.
Οι εκατό κεντούν χρυσάφι, κρέπι υφαίνουν οι εκατό,
κι εκατό παίζουν τραγούδια για της κυράς τον αναπαμό.
Με τη γλύκα αυτού του ήχου, πέφτει η κυρά να κοιμηθεί
και στον ύπνο τον βαθύ της βλέπει όνειρο βαρύ:
Τότε ξυπνάει φοβισμένη και με τρόμο στη λαλιά
έβγαλε κραυγές μεγάλες που ηχούν ολόγυρα.
Τότε μίλησαν οι ντάμες και ακούστε τες καλά:
- Τι είναι τούτο ‘δω, κυρά μας; Ποιος σας έκανε κακό;
- Είδα όνειρο, καλές μου, που με πνίγει στο λαιμό:
ήμουν, λέει, σ’ ένα όρος, μια μεγάλη ερημιά,
κι από τις ψηλές κορφές του ένας γέρακας πετά,
πίσω του αετός μεγάλος πλησιάζει αυτόν γοργά.
Το γεράκι με αγωνία, χώνεται στο φόρεμά μου,
μα από από ‘κει με αγριάδα ο αετός μού το τραβά
με τα νύχια το ξεσκίζει, με το ράμφος το τρυπά.
Τότε μίλησε η βάγια και ακούστε την καλά:
- Τούτο τ’ όνειρο, κυρά μου, το κατάλαβα σωστά:
Ο σύντροφός σου είν' το γεράκι που ‘ρχεται από μακριά
κι ο αετός η χάρη σου είναι που θα τονε παντρευτεί,
και το όρος η εκκλησιά σας, να ξενυχτήσετε μαζί.
- Αν αυτό συμβεί, καλή μου, θα σου δώσω αμοιβή.
Το πρωί της άλλης μέρας να ‘σου που έρχεται γραφή:
το μελάνι της χυνόταν, μ’ αίμα είχε αυτή γραφτεί,
στα στενά του Ρονθεσβάγιες, ο Ρολντάν είχε χαθεί.

En París está doña Alda, la esposa de don Roldán,
trescientas damas con ella para la acompañar:
todas visten un vestido, todas calzan un calzar,
todas comen a una mesa, todas comían de un pan,
si no era doña Alda, que era la mayoral;
las ciento hilaban oro, las ciento tejen cendal,
las ciento tañen instrumentos para doña Alda holgar.
Al son de los instrumentos doña Alda dormido se ha;
ensoñado había un sueño, un sueño de gran pesar.
Recordó despavorida y con un pavor muy grande;
los gritos daba tan grandes que se oían en la ciudad.
Allí hablaron sus doncellas, bien oiréis lo que dirán:
—¿Qué es aquesto, mi señora? ¿quién es el que os hizo mal?
—Un sueño soñé, doncellas, que me ha dado gran pesar:
que me veía en un monte en un desierto lugar:
do so los montes muy altos un azor vide volar,
tras dél viene una aguililla que lo ahínca muy mal.
El azor, con grande cuita, metióse so mi brial,
el aguililla, con gran ira, de allí lo iba a sacar;
con las uñas lo despluma, con el pico lo deshace.
Allí habló su camarera, bien oiréis lo que dirá:
—Aquese sueño, señora, bien os lo entiendo soltar:
el azor es vuestro esposo que viene de allén la mar,
el águila sedes vos, con la cual ha de casar,
y aquel monte es la iglesia, donde os han de velar.
—Si así es, mi camarera, bien te lo entiendo pagar.
Otro día de mañana cartas de fuera le traen:
tintas venían por dentro, de fuera escritas con sangre,
que su Roldán era muerto en caza de Roncesvalles.


           Απόδοση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου