Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

«Η μπαλαφάρα των τεσσάρων» - Μέρος 6ο

Διαβάστε το 1ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/1.html
Διαβάστε το 2ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/2.html
Διαβάστε το 3ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/3.html
Διαβάστε το 4ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/4.html
Διαβάστε το 5ο μέρος: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/5.html
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 6ο

**Γράφει ο Ελισσαίος Βλάχος

      Ο Πρόδρομος Ντίκας κοίταζε την οθόνη του κινητού τηλεφώνου δυσκολευόμενος να πιστέψει το νέο που μόλις είχε πληροφορηθεί. Η πρώην πελάτισσά του και νυν υποψήφια ερωμένη του για απόψε, Λίλη, αγνώστου επιθέτου, προερχόμενη από το Βισμπάτεν –κατά δήλωσή της– τον ρώτησε:
      «Ιζ έβριθινγκ οκέι, Έλβις;» μεταφραζόμενο σε “Einai ola entaxei, Elvis?”
      Ο Ντίκας, γνωστός ως Έλβις στο νησί λόγω της Ροκαμπίλι εμφάνισής του, βγήκε από το σάστισμά του. Ανάκτησε την ψυχραιμία του, φύσηξε την τούφα που έπεφτε στο μέτωπο του, φόρεσε ένα χαμόγελο και την καθησύχασε:
      «Γιες μπέιμπι (Nai moro). Τζαστ ε πρόμπλεμ γουίθ ε κάργκο φρομ Γιοχάνεσμπουργκ. (Mono ena provlima me ena fortio apo to Johannesburg). Δέι νιντ μι δερ. (Me hreiazonte ekei.)»
      Της είχε πει τη μισή αλήθεια. Θα έφευγε όντως για το Γιοχάνεσμπουργκ, απ’ όπου παραλάμβανε εμπορεύματα για το μικρό μαγαζί του στο Νόσι Μπε, με αντίκες και παλαιοφανή είδη για τουρίστες. Εμπορεύματα, άλλοτε νόμιμα και άλλοτε αναμειγμένα με πολύτιμους λίθους παράνομης προέλευσης και διακίνησης. Όμως αυτή τη φορά μετά το Γιοχάνεσμπουργκ θα έπρεπε να πάρει την πρώτη πτήση για Ελλάδα. Το ελληνικό διαβατήριο που του προσέφερε διάφορες διευκολύνσεις στη ζωή του και κυρίως στις μετακινήσεις του, είχε προσφάτως ανανεωθεί. Και μάλιστα με διαφορετικό όνομα από το πραγματικό του. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αύριο τέτοια ώρα θα πατούσε το πόδι του στο νέο αεροδρόμιο των Αθηνών. Επιστροφή στην παλιά του πατρίδα μετά από 10 χρόνια. Θα προτιμούσε να μην κάνει αυτό το ταξίδι, αλλά εφόσον αληθεύανε οι εξελίξεις που μόλις έμαθε, τότε ήταν επιτακτική ανάγκη να αναλάβει ο ίδιος δράση.
      «Σόρι Λίλη, άι χαβ του λίβ (Signomi Lili, prepei na figo)» απολογήθηκε, ισιώνοντας το κοκκοράκι στα μαλλιά του.
      «Νέβερ Μάιντ (Pote myalo)» τον απάλλαξε άνετα η όμορφη ξανθιά.
      «Σι γιου ιν ε καπλ οφ ντέις ιφ γιου ΄ρ στιλ αράουντ (Ta leme se dyo meres an eisai akomi edo)» συνέχισε αυτός, ξέροντας ότι της λέει ψέμματα.
      «Χου νόουζ (poios miti)» απάντησε αυτή, ξέροντας ότι της λέει ψέμματα.
      «Μπάι σουίτι (Eimai bi glyka)» αποχαιρέτησε ο Πρόδρομος. Έπειτα απέλυσε τον μεταφραστή και πήγε να κανονίσει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Το παιχνίδι είχε χοντρύνει.

      Την ίδια εκτίμηση, χωρίς να γνωρίζει τις σκέψεις του Ντίκα, είχε και ο Αστυνόμος Πέτρος Μπουλαξίζης. Το βράδυ είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Δεν μπορούσε να χωνέψει το μακελειό που συνέβη στο καφενείο του Τουρκομένη. Όσα είχε δει λίγες ώρες νωρίτερα ήταν πλέον συντρίμμια. Όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του. Τα κάδρα των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών, ο Στέλιος ο μαγαζάτορας, η σκακιέρα με το ζάρι, ο Κώστας και ο Μάκης και τα άλλα γεροντάκια παρελαύναν από μπροστά του κάθε φορά που πήγαινε να κλείσει τα μάτια του. Το πρωί έπρεπε να μιλήσει στους ανώτερους του.

      «Τί εννοείτε, "δεν συνδέονται";»
      «Δεν συνδέονται εμφανώς, αστυνόμε. Αυτό εννοώ» διευκρίνισε ο αρχηγός σε φιλικό ύφος.
      «Μα, όπως σας είπα, στο καφενείο αυτό είχα περάσει πριν μια μέρα ακριβώς. Λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία στην Καστέλλα» επέμεινε ο Μπουλαξίζης.
      «Μπορεί να είναι απλώς μια σύμπτωση, Πέτρο. Αρκετές φορές έχουμε πέσει θύματα συμπτώσεων και καταλήξαμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Το κτίριο ήταν παμπάλαιο και οι εγκαταστάσεις του απαρχαιωμένες. Η αντιτρομοκρατική ήταν κατηγορηματική: διαρροή γκαζιού» Ο ανώτερός του προσπαθούσε να μην εκνευριστεί και να κλείσει το θέμα σε ήρεμα πλαίσια.
      «Και απεφάνθησαν τόσο γρήγορα;»
      «Υπονοείς κάτι εναντίον των συναδέλφων, Μπουλαξίζη;» Ο Αρχηγός πλέον είχε εγκαταλείψει το φιλικό τόνο της προηγούμενης κουβέντας. Για την ακρίβεια έδειχνε έτοιμος να εκραγεί.
      Ο Μπουλαξίζης ήθελε για μια ακόμη φορά να πει πως ναι, έχει σοβαρές υπόνοιες για συναδέλφους του, αλλά για μια ακόμη φορά είπε: «Όχι, Αρχηγέ». Στο κάτω-κάτω ακόμη κι αν υπήρχε δόλος, ποιος ξέρει από πόσο ψηλά είχανε έρθει οι εντολές προς τους συναδέλφους του.
      «Κοίτα, σε παρακαλώ να κρατήσεις τις σκέψεις σου κρυφές». Ο Αρχηγός είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του. Και συνέχισε:
      «Μ' αυτόν το χαμό, άλλο που δεν θέλουν οι δημοσιογράφοι να το συνδέσουν με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα». Ο Μεγάλος Αδελφός έριξε ένα βλέμμα στον αστυνόμο που δήλωνε πως η συζήτηση είχε τελειώσει. Ο Μπουλ χαιρέτησε και βγήκε από το γραφείο του αρχηγού κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Κατέβηκε στο γραφείο του, αλλά δεν τον χώραγε ο τόπος. Άφησε το υπηρεσιακό του κινητό στο γραφείο, κρέμασε το σακάκι του στον καλόγηρο και βγήκε. Παλιό κόλπο για να νομίζουν οι άλλοι ότι έχεις πεταχτεί κάπου κοντά. Μπήκε στο μετρό της Αλεξάνδρας.
      Η υπόθεση του καφενείου ήταν στα χέρια της Διεύθυνσης Πειραιά, όμως ο Μπουλαξίζης δεν ήταν ικανοποιημένος από τις επίσημες εξηγήσεις. Γι' αυτόν ήταν ξεκάθαρο ότι η έκρηξη και η δολοφονία σχετιζόντουσαν. Γιατί όμως ο αρχηγός του δεν συμμεριζόταν τη σκέψη του; Ήθελε να τα κουκουλώσει; Αν ήταν έτσι, τότε γιατί του ανέθεσε την υπόθεση της Παλαμήδη; Δεν είχε υποπτευθεί την έκταση που θα έπαιρνε η ιστορία; Δέχτηκε πιέσεις στο ενδιάμεσο;
      Στο Μοναστηράκι πήρε το τραίνο για Πειραιά. Βρήκε μια θέση δίπλα στο παράθυρο και κάθισε κοιτάζοντας έξω. Ακριβώς πίσω του δυο νεαροί συζητούσαν με πάθος για κάτι. Κατάλαβε ότι πρόκειται για σκάκι και αμέσως το αυτί του κόλλησε στη κουβέντα. Το θέμα τους ήταν η θεωρία των ανοιγμάτων και κάποιες σχετικές παρτίδες που είχαν παίξει. Οι νεαροί κατέβηκαν στην Καλλιθέα και ο Μπουλαξίζης επέστρεψε στις σκέψεις του. Ήταν εντυπωσιακό πόσο εύκολα προσηλωνόταν σε οτιδήποτε είχε σχέση με το σκάκι. Και αν ήταν αυτό; Αν αυτός ήταν ο λόγος που τον επέλεξε ο αρχηγός; Τον διάλεξε γιατί ήξερε σκάκι ή γιατί ήταν τόσο παθιασμένος με το σκάκι που θα περιέστρεφε την έρευνα γύρω απ' αυτό αγνοώντας πιο βασικά στοιχεία της υπόθεσης; Ο αρχηγός από την αρχή ήθελε να κατευθύνει την υπόθεση στο χώρο των σκακιστών. Ήταν, λοιπόν, κι αυτός μπλεγμένος; Δεν ήταν σίγουρο. Είπαμε πως πιέσεις μπορούν να δεχθούν όλοι. Κι ο αρχηγός δεν θα ήθελε να ρισκάρει την καριέρα του στις επερχόμενες κρίσεις. Την στρατιωτική, αλλά ίσως και την πολιτική καριέρα, στο δρόμο που χάραξαν κι άλλοι εδώ και λίγα χρόνια.
      Βγήκε στο σταθμό του Νέου Φαλήρου και πριν ανέβει τα σκαλιά χτύπησε το προσωπικό του κινητό. Ήταν ο Γεωργίου.
      «Πού ΄σαι, αστυνόμε; Δεν απαντάς στο γραφείο, δεν απαντάς και στο υπηρεσιακό...»
      «Έχω πεταχτεί να φάω κάτι». Δεν του άρεσε που έλεγε ψέμματα στον βοηθό του αλλά σ' αυτή τη φάση δεν εμπιστευόταν κανέναν.
      «Μίλησα με τον Στέλιο το Μπεκρή, αστυνόμε. Είναι στο Τζάνειο, εκτός κινδύνου. Μόνο κανά δυο γυαλάκια τού μπήκανε στο πρόσωπο. Σε λίγο θα βγει».
      «Τι λέει;»
      «Τη γλύτωσε φθηνά. Μόλις είχανε μπει οι Διόσκουροι. Λίγο να βιαζόταν να μπει κι αυτός και τώρα θα 'βλεπε τα χόρτα ανάποδα».
      «Τίποτε άλλο;»
      «Όταν του είπα πως ήταν έκρηξη γκαζιού κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια. Είχε περάσει από πυροτεχνουργός στη θητεία του και κάτι ξέρει».
      «Καλά, υπαστυνόμε. Τα λέμε σε λίγο στο γραφείο».
      «Έγινε, αστυνόμε. Καλή σου όρεξη».
      «Έ; Α, ναι! Ευχαριστώ».
      Ο Μπουλ έκλεισε το τηλέφωνο και κάλεσε γρήγορα ένα άλλο νούμερο. Μετά από λίγα χτυπήματα μια φωνή ακούστηκε:
      «Έλα, ρε Πέτρο, που χάθηκες; Είσαι καλά;»
      «Έχω υπάρξει και καλύτερα. Δυστυχώς σε παίρνω για εξυπηρέτηση».
      «Ό,τι θες».
      «Έχεις κάποια πρόσβαση στην υπόθεση του καφενείου;»
      «Κάτι λίγα, ναι».
      «Χρειάζομαι κάποια στοιχεία. Έχω αναλάβει, κατ' εξαίρεση, τη δολοφονία στην Καστέλλα πριν λίγες μέρες και νομίζω ότι τα δύο περιστατικά μπλέκονται. Στα θύματα του καφενείου, αν θυμάμαι καλά, ήταν ο μαγαζάτορας, τέσσερα γεροντάκια και δύο άντρες γύρω στα πενήντα. Θέλω ό,τι πληροφορίες βρήκατε που σχετίζονται μ' αυτούς τους τελευταίους».
      «Θα σου φέρω ό,τι βρω».
      «Σε μισή ώρα;»
      «Πού;»
      «Στους κυματοθραύστες πίσω από το Ειρήνης και Φιλίας;»
      «Έγινε». Ο Μπουλαξίζης έκλεισε το τηλέφωνο. Αισθανόταν καλύτερα. Ο Παύλος υπήρξε πάντοτε ένας καλός φίλος και ακέραιος συνάδελφος. Σίγουρα θα προσπαθούσε να τον βοηθήσει όσο γινόταν.
      Πήρε έναν καφέ στο χέρι και πέρασε τη λεωφόρο από την υπόγεια διάβαση. Θυμήθηκε τις μέρες που το στάδιο ήταν στις δόξες του και η διάβαση γέμιζε με εκατοντάδες κόσμου. Αυτή την ώρα η μόνη που περπατούσε μαζί του ήταν μια γριά με λιλά μαλλί που ερχότανε από απέναντι. Λίγο πριν διασταυρωθούνε η γριά σταμάτησε, τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια πίσω από τα γυαλιά της και σταυροκοπήθηκε. Ο Μπουλ την κοίταξε απορημένος και συνέχισε την πορεία του. Κάπου την είχε ξαναδεί αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Βγήκε στην επιφάνεια, πήγε γύρω γύρω από το στάδιο και βρέθηκε μπροστά στη θάλασσα και την ακτή, γεμάτη σκουπίδια. Έφτασε στα τοιχία και και κάθισε να πιει τον καφέ του. Σκέφτηκε ότι αυτό το μέρος περισσότερο για συνάντηση ναρκεμπόρων ταιριάζει παρά για συνάντηση αστυνομικών. Μετά σκέφτηκε ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο και συνέχισε να πίνει τον καφέ του. Ο Παύλος ήρθε με πέντε λεπτά καθυστέρηση. Μετά από έναν αδερφικό χαιρετισμό, μπήκε αμέσως στο ψητό.
      «Δεν μου λες, Πέτρο, αυτό στην Καστέλλα σε ποια οδό ήταν;»
      «Στην Παλαμήδη, στο 64».
      «Για δες σύμπτωση».
      «Τι;»
      «Υπήρχε ένας ακόμη μες στο καφενείο αλλά μας ζήτησαν να μην ανακοινώσουμε το όνομά του. Είχε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών, σε ένα μικρό στενό πίσω από την Παλαμήδη, στην οδό Πεσσών, στο 16».

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου