Ένας από τους τέσσερις προλογίζει με τον εξής τρόπο αυτό που θα διαβάσετε παρακάτω:
Το 2008, μισόν αιώνα μετά Το μυθιστόρημα των τεσσάρων (και δέκα χρόνια μετά Το παιχνίδι των τεσσάρων), τρεις κατά φαντασία συγγραφείς και ένας εκκολαπτόμενος, από μια στιγμιαία παρόρμηση και χωρίς αξιώσεις, δοκίμασαν να το επαναλάβουν. Νόστιμο βγήκε -και πάντως οι μετασχόντες και οι αναγνώστες του ιστολογίου στο οποίο αναρτήθηκε, το απόλαυσαν. Αναδημοσιεύεται εδώ.
Τα οχτώ μέρη αυτής της αστυνομικής νουβέλας γράφτηκαν με ανεξάρτητο τρόπο από τους τέσσερις αυτούς τύπους. Μόλις τελείωνε το κομμάτι του ο ένας, το έπιανε ο άλλος και το συνέχιζε με τον τρόπο που φανταζόταν εκείνος. Εμείς θα δημοσιεύουμε ένα μέρος κάθε Παρασκευή, κρατώντας τις ίδιες φωτογραφίες που συνόδευαν την αρχική δημοσίευση.
Τα ονόματα των δημιουργών: Παναγιώτης Κονιδάρης, Τριαντάφυλλος Σωτηρίου, Schrödinger's Cat και Ελισσαίος Βλάχος. Δύο από αυτά είναι ψευδώνυμα.
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 1ο
**Γράφει ο Παναγιώτης Κονιδάρης
«Ντριν!». «Ξαναντριιιννν!!»
Τι καλό μπορεί να περιμένει κανείς από ένα τέτοιον ήχο στις τρεις το πρωί;
Ασφαλώς κανένα, γι' αυτό κι ο αστυνόμος προσπάθησε να τον αποφύγει με τη βοήθεια των μαξιλαριών. Άδικος κόπος. Ούτε καν στις ταινίες δε γλιτώνεις με κάτι τέτοια κόλπα. Πρόλαβε ωστόσο κι έριξε ένα τσιμπλιασμένο βλέμμα στο ψηφιακό ρολόι και μια βλαστήμια, πριν σηκώσει τ’ ακουστικό.
«Αστυνόμε Μπουλαξίζη, συμβαίνει κάτι τρομερό...» άρχισε να λέει η φωνή χωρίς περιττές εισαγωγές.
Αναγνώρισε αμέσως την άρθρωση του βοηθού του, υπαστυνόμου Γεωργίου. Ο νεαρός Γεωργίου δεν ήταν ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ήταν πιστός και υπάκουος σα σκυλί. Συγκέντρωνε δηλαδή τα τρία χαρακτηριστικά που χρειαζόταν σε ένα βοηθό για να κάνει καριέρα. Ο αστυνόμος Πέτρος Μπουλαξίζης τον είχε δασκαλέψει να μην τον ενοχλεί ποτέ χωρίς σημαντικό λόγο και ποτέ μετά τις δώδεκα το βράδυ, αν και στο Εγκληματολογικό που τον είχαν εδώ και καιρό τοποθετήσει, όλα τα καταραμένα περιστατικά ήταν σημαντικά και μεταμεσονύκτια.
«Τι τρέχει Γιάννη; Ξέρεις τι ώρα είναι;».
«Ώρα να σηκωθείτε από το κρεβάτι. Σας ψάχνει ο Μεγάλος Αδελφός. Έχουμε ένα φόνο και ζητά να τον αναλάβετε εσείς προσωπικά».
Ο Μεγάλος Αδελφός δεν ήταν άλλος από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, κάτι μεταξύ αστυνομικού και πολιτικού που, όπως και όλοι οι προκάτοχοί του, έτρεχε σε δεξιώσεις, έδινε συνεντεύξεις και ταλαιπωρούσε τους αξιωματικούς του. Ο αστυνόμος ρούφηξε τη μύτη του και έτριψε τα μάτια του. Αν τον έβλεπαν εκείνη τη στιγμή τα παιδιά του γραφείου θα άρχιζαν να κρυφογελούν. Πητ-Μπουλ, τον αποκαλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του, σε μια παραφθορά του ονόματός του, κι αυτός δεν έπαυε, αθέλητα, να τους θυμίζει το άγριο σκυλί, με τις γκριμάτσες του. Μερικές φορές και με τα γαβγίσματά του.
«Και γιατί ο διάολος δε βρίσκει τον αξιωματικό υπηρεσίας ή κάποιον άλλο αστυνόμο;»
«Γιατί εσείς, λέει...πως να το πω, να... ξέρετε σκάκι».
«Και λοιπόν; Και δηλωτή ξέρω και...»
«Παλαμήδη 64, αστυνόμε, στην Καστέλα. Ελάτε γρήγορα... και θα καταλάβετε».
Οι πιο ωραίες νύχτες είναι αυτές που σου τυχαίνει δουλειά. Αποδεδειγμένο. Ο αστυνόμος έριξε μια κουρασμένη ματιά στο πενηντάχρονο είδωλό του στον καθρέφτη και βγήκε στο μπαλκόνι για να τον χτυπήσει η οχτωβριάτικη ψύχρα. Η Αθήνα τον κοίταζε λάγνα, σαν πόρνη, κατάφορτη φω-μπιζού φτιαγμένα από νέον και μυστικά φτιαγμένα από παρελθόν.
Πήρε ταξί μέχρι την Καστέλα. Ο ίδιος δεν οδηγούσε ποτέ. Η διεύθυνση αντιστοιχούσε σε μια πολυκατοικία παλιά όσο και το σύνθημα «ΕΞΩ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», που διακρινόταν σε μια γωνιά του ξεφτισμένου τοίχου της. Δύο περιπολικά και πολλοί περίεργοι είχαν μαζευτεί έξω από την πυλωτή. Ο Γεωργίου τον οδήγησε στον πρώτο όροφο από τις σκάλες. Στα μισά έπεσαν πάνω στο Μεγάλο Αδελφό. Συνόδευε ένα γραβατωμένο άντρα, που φάνηκε γνωστός στον αστυνόμο. Ο Αρχηγός έκανε τις συστάσεις. Δεν είχε αναγνωρίσει τον υπουργό Τύπου; Ασφαλώς και θα τον είχε αναγνωρίσει, απλά ο έξυπνος αστυνομικός διατηρούσε τα επιθυμητά επίπεδα εχεμύθειας, που αρμόζουν σε τέτοιες περιστάσεις. Και τα λοιπά, και τα λοιπά.
«Τι κάνει εδώ ο υπουργός;» ρώτησε δέκα σκαλιά αργότερα ο Μπουλαξίζης το βοηθό του.
«Μπλέξαμε αστυνόμε. Την είχε γκόμενα. Θέλει λέει άμεσα αποτελέσματα, χωρίς φασαρία και Μου-Μου-Ε».
«Μάλιστα. Γυναίκα νέα και όμορφη, να υποθέσω. Σφαίρα; Ναι, βέβαια, τι ρωτάω. Έμενε εδώ;»
«Όχι. Κανείς δε μένει εδώ. Μόνο γραφεία και εταιρίες είναι. Και φυσικά η λέσχη».
«Χαρτοπαιξίας;» ρώτησε ο αστυνόμος με πονηρό ύφος. «Εντευκτήριο. Η σκακιστική λέσχη, λέγεται εντευκτήριο, είναι πιο σικ» συμπλήρωσε μετά χαμογελώντας.
Ο υπαστυνόμος τον κοίταξε με έκπληξη. Ο Πητ Μπουλ του έδειξε καθησυχαστικά την πινακίδα στην πόρτα του Σκακιστικού Συλλόγου. Μέσα, η Σήμανση κόντευε να ολοκληρώσει τη δουλειά της.
«Δακτυλικά;» ρώτησε έναν τύπο με στρογγυλά γυαλιά και αιχμηρά εργαλεία που τα μάζευε για να φύγει.
«Γεμάτος ο τόπος. Θα έπρεπε να υποχρεώνουν τους σκακιστές να φοράνε γάντια όταν παίζουν».
Η αίθουσα δεν ήταν μεγάλη. Την αγκάλιαζες με μια ματιά. Καμιά δεκαριά τραπέζια με δύο καρέκλες το καθένα και μια σκακιέρα στη μέση. Ένα μικρό γραφείο με βιβλία και χαρτιά δίπλα σε ένα τραπεζάκι με μια άθλια καφετιέρα και πλαστικά ποτήρια. Μια τουαλέτα. Δύο παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Και ένα πτώμα που δεν έβλεπε τίποτα πια.
«Ήρθε ο ιατροδικαστής;», ρώτησε τον Γεωργίου.
«Μόλις έφυγε. Να του τηλεφωνήσουμε λέει πότε θα του πάμε το σώμα. Ο θάνατος προήλθε...»
«Άσε, το βλέπω» τον έκοψε ο αστυνόμος, κοιτώντας το τριαντάφυλλο που είχε ανοίξει τα κατακόκκινα πέταλά του πάνω στο στήθος της ξανθιάς γυναίκας. «Ποιος τη βρήκε;»
«Η καθαρίστρια. Μια Βουλγάρα που δουλεύει νυχτοκάματο. Πρέπει να ήταν γύρω στις μιάμιση. Αυτή μας ειδοποίησε».
«Τον υπουργό ποιος τον ειδοποίησε;» Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.
Όμορφη, σκέφτηκε ο Πητ Μπουλ σκύβοντας πάνω από το πτώμα. Η στάση της ήταν φυσιολογική, για κάποιον που δέχεται μια σφαίρα στο στήθος. Είχε αποτυπωθεί ακόμα και η έκπληξη στο πρόσωπο. Δεν το περίμενε, ήταν προφανές. Η γυναίκα είχε πέσει πίσω από την καρέκλα που θα πρέπει να καθόταν, συμπαρασύροντάς την. Έμοιαζε εν ψυχρώ δολοφονία. Όμως κάτι δεν ταίριαζε. Κάτι έμοιαζε παράταιρο.
«Ποιοι έχουν κλειδιά του συλλόγου;» ρώτησε.
Ο υπαστυνόμος έδειξε ένα ανθρωπάκι που έστεκε απαρηγόρητο δίπλα στο μικρό γραφείο, συνοδεία ενός αστυνομικού. Φορούσε γυαλιά πατομπούκαλα και τα σκούπιζε κάθε είκοσιτρία δευτερόλεπτα. Ακριβώς.
«Αυτός εκεί είναι σκακιστής. Ο πρόεδρος του συλλόγου, λέει. Έχει κλειδιά ο ίδιος κι άλλοι τρεις-τέσσερις από την ομάδα. Αυτός μένει εδώ κοντά, δυο στενά πιο κάτω».
Ο Μπουλαξίζης έβγαλε το κινητό του και κάλεσε ένα νούμερο. Απάντησε ο Μεγάλος Αδελφός.
«Ρωτάτε σας παρακαλώ τον υπουργό, αν η κυρία έπαιζε σκάκι; ...Όχι, ε; Το φαντάστηκα. Δεν έχω δει ποτέ όμορφη γυναίκα πάνω από σκακιέρα. Ευχαριστώ» και κλείνοντας το κινητό συμπλήρωσε: «...άσε που κι αυτή είναι η πρώτη που βλέπω κάτω από σκακιέρα».
Πήρε μετά να κοιτάζει στα τραπέζια. Όλα είχαν πάνω μια στημένη σκακιέρα. Σε όλες, τα κομμάτια βρισκόντουσαν στην αρχική τους θέση. Σε όλες, εκτός από μία. Αυτή του τραπεζιού στο οποίο καθόταν το θύμα. Προφανώς και ο θύτης. Κοίταξε τη σκακιέρα με ενδιαφέρον. Μετά κοίταξε το ξαπλωμένο σώμα με περισσότερο ενδιαφέρον. Έκανε ένα γύρο και το πλησίασε από την άλλη μεριά. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το κρύο δεξί χέρι της γυναίκας. Ήταν σφιγμένο σε γροθιά. Της άνοιξε ένα-ένα δάχτυλο αργά και με προσοχή. Ο υπαστυνόμος στεκόταν από πάνω του και κοιτούσε με έκπληξη. Ένα επιφώνημα του ξέφυγε όταν κύλησε από την μέχρι πρότινος κλειστή γροθιά ένα λευκό πιόνι. Ο Μπουλαξίζης το μάζεψε και το έχωσε σε ένα ειδικό πλαστικό σακουλάκι.
«Τι διάολο…;» ξίνισε τα μούτρα του ο Γεωργίου. Καταλάβαινε ότι δε θα κοιμόντουσαν άλλο γι’ απόψε. Αυτός ο Πητ Μπουλ, όλο κάτι τέτοιες μικρολεπτομέρειες ήξερε να ξετρυπώνει. Γι’ αυτόν δεν είχαν ποτέ σημασία, μα ο Μπουλαξίζης έμοιαζε να προσέχει περισσότερο τα ασήμαντα, παρά τα φανερά. Ο αστυνόμος στη συνέχεια πήγε προς το γραφειάκι, αντάλλαξε κάποιες κουβέντες με το σκακιστή που έτρεμε και είχε εγκαταλείψει πια το σκούπισμα των γυαλιών του. Σε λίγο τον άφησε να φύγει. Έγραψε σε ένα χαρτί κάτι και ήρθε ξανά κοντά στο πτώμα. Έδωσε το χαρτί στον υπαστυνόμο.
«Αυτούς εδώ θα μου καλέσεις αύριο για εξέταση στο τμήμα. Ίσως χρειαστεί να προσθέσω και δύο-τρία ονόματα ακόμα. Να τη στείλουμε τώρα στον ιατροδικαστή. Ο χώρος να σφραγιστεί. Ο βασιλιάς, δεν πρόκειται να βρεθεί απόψε».
«Τι πράγμα; Ποιος βασιλιάς;» απόρησε ο Γεωργίου, που προς στιγμή νόμισε πως παράκουσε.
«Δεν κοίταξες την σκακιέρα; Λείπει ένα λευκό πιόνι, αυτό που κρατούσε η... σκακίστρια από 'δω. Λείπει όμως και ο μαύρος βασιλιάς. Και αν θυμάμαι έστω και λίγα από τότε που έπαιζα σκάκι σα μανιακός, ο μαύρος βασιλιάς την κοπάνησε λίγο πριν το ματ!».
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου