Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

«Η μπαλαφάρα των τεσσάρων» - Μέρος 2ο

Παρασκευή σήμερα και δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος της «μπαλαφάρας», αυτού του εξαιρετικά ενδιαφέροντος λογοτεχνικού εγχειρήματος των τεσσάρων τύπων για τους οποίους μιλήσαμε εκτενώς την προηγούμενη βδομάδα.

Για να διαβάσετε τις πληροφορίες που δίνουμε για την αστυνομική αυτή νουβέλα, καθώς και το πρώτο μέρος της, πατήστε εδώ: https://olaeinailexeis.blogspot.com/2022/07/1.html
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 2ο

**Γράφει ο Ελισσαίος Βλάχος

      Η νέα και όμορφη γυναίκα που μέχρι πριν λίγες ώρες θα είχε αποσπάσει πλήθος επιθέτων και χαρακτηρισμών που θα εξαγρίωναν και την πιο πεπειραμένη φεμινίστρια, ήταν πλέον επισήμως ένα πτώμα, και υπό αυτή την ιδιότητα μεταφέρθηκε κατά τις 5.30 στο νεκροτομείο. Ο αστυνόμος χαιρέτησε το βοηθό του στην είσοδο της πολυκατοικίας και έδωσαν ραντεβού σε δύο ώρες στον 4ο όροφο της Διεύθυνσης όπου στεγάζονταν τα γραφεία του Εγκληματολογικού. Στην είσοδο του εντευκτηρίου παρέμεινε μόνο ένας αστυφύλακας, για να διασφαλίσει ότι ο τόπος του εγκλήματος θα έμενε ανέπαφος. Οι θαμώνες του συλλόγου θα περνούσαν μερικές μέρες στέρησης.
      Το μπλε χρώμα του ορίζοντα έσπαγε στο βάθος. Ο Μπουλαξίζης σταμάτησε ένα ταξί αλλά δεν πήγε σπίτι. Πήραν το δρόμο προς Πασαλιμάνι. Έκαναν την περίμετρό του και συνέχισαν προς Πειραϊκή. Πέρασαν τα κλειστά ουζερί με τις κατεβασμένες πλαστικές και διαφανείς τέντες. Είπε στον οδηγό να σταματήσει. Πλήρωσε, διέσχισε το δρόμο, και μετά από λίγα σκαλιά βρέθηκε στα βράχια. Ο Στέλιος ο μπεκρής κοιμόταν. Πέρασε όσο πιο ήσυχα μπορούσε από δίπλα του για να μην ταράξει τα γαμήλια όνειρά του και βρήκε μια βολική θέση να κάτσει, κοντά στη θάλασσα. Εκείνη την ώρα τα πλοία από Κρήτη χανόντουσαν στα δεξιά πριν μπουν στο λιμάνι. Πολλές φορές ευχόταν να βρίσκεται σε ένα απ' αυτά τα πλοία, όταν κινάνε για κάποιο νησί. Κι ας πήγαιναν μέχρι το Αγκίστρι.
      Στην ανατολή ο ουρανός είχε ανοίξει. Η πρωινή υγρασία τού έφερνε ανατριχίλες στο σώμα αλλά του καθάριζε το μυαλό, τον βοηθούσε να σκεφθεί. Η υπόθεση ήταν μπλεγμένη. Μια όμορφη γυναίκα δολοφονείται εν ψυχρώ χωρίς σημάδια πάλης. Και το χειρότερο, ήταν ερωμένη υπουργού. Και όχι οποιουδήποτε, αλλά ενός που γινόταν πρωτοσέλιδο εδώ και καιρό για τις πιθανές εμπλοκές του σε άνομες δραστηριότητες. Κατά βάση δεν ήταν πιθανές, ήταν εξόφθαλμες, αλλά ως αστυνομικός είχε μάθει να μην αποδίδει κατηγορίες πριν ολοκληρώσει την έρευνά του. Ήθελε να μη βγάζει εύκολα συμπεράσματα και να ενεργεί δίκαια απέναντι στους πολίτες. Αυτός ήταν κι ο λόγος που μπήκε στο Σώμα. Ήθελε να αποδείξει ότι οι αστυνομικοί μπορούν να μην είναι φύλακες των ισχυρών και εντολοδόχοι της εξουσίας. Και παρά τις απανωτές διαψεύσεις, πάλεψε σκληρά γι' αυτό. Όλοι αναγνώριζαν την τιμιότητα, τη μαχητικότητα και την εξυπνάδα του. Μόνο που αυτά δεν έφταναν για παραπάνω. Ήξερε ότι ο βαθμός του αστυνομικού είναι το όριό του. Από 'κει και πάνω ήθελε οσφυοκαμψία, χειροφιλήματα και εξυπηρετήσεις. Και να περιφέρεται σαν τον επιτάφιο προκειμένου να διευρύνει τις δημόσιες σχέσεις του. Αυτό το παιχνίδι δεν του ταίριαζε. Ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να το παίξει. Προτιμούσε το σκάκι.
      Στο σκάκι όλα είναι καθαρά. Και οι δύο παίκτες μοιράζονται τα ίδια δεδομένα. Δεν υπάρχουν ενέργειες πίσω από την πλάτη σου. Ο καλύτερος, ο πιο διαυγής, αυτός που θα ενεργήσει ψύχραιμα και αποφασιστικά τη δεδομένη στιγμή, θα κερδίσει. Του είχε λείψει το σκάκι. Όταν ήταν υπαστυνόμος έπαιζε με τον προϊστάμενό του. Από τότε που εκείνος συνταξιοδοτήθηκε, δεν βρήκε κάποιον άλλο να μοιράζεται την τρέλα που είχε από παιδί. Μικρός, περνούσε ώρες πολλές να παίζει με οποιονδήποτε του δινόταν η ευκαιρία. Τον παππού του, συμμαθητές, φίλους του πατέρα του. Έπαιζε τη μια παρτίδα μετά την άλλη, κερδίζοντας σχεδόν πάντα. Του είχαν βγάλει και σλόγκαν: « Για το σκάκι όποιος αξίζει, παίζει με τον Μπουλαξίζη». Δυστυχώς, την εποχή που μεγάλωσε οι ευκαιρίες για να βελτιωθείς περαιτέρω στο σκάκι ήταν ελάχιστες. Και δεν του έτυχαν.
      Και να τώρα που το πάθος του ερχόταν και πάλι στο προσκήνιο με έναν τρόπο αποκρουστικό και αινιγματικό. Άραγε επέλεξε ο δολοφόνος το σκακιστικό εντευκτήριο για το έγκλημα; Ήταν σκακιστής ο ίδιος; Παίζαν όντως μια παρτίδα σκάκι με το θύμα; Γιατί πήρε μαζί του τον μαύρο βασιλιά; Υπήρχε κάποιος συμβολισμός; Μήπως ο δολοφόνος είναι φιλοβασιλικός; Μήπως έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται βλακείες και να ξεκουραστεί λίγο; Μπα, δεν προλάβαινε. Ο ήλιος φώτιζε πια το λεκανοπέδιο.
      Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Άφησε δίπλα στο Στέλιο ένα ευρώ για την πρωινή του μπύρα και γύρισε για λίγο σπίτι. Ένα ντουζ, κοστούμι εργασίας και μετά γραφείο. Άρχισαν να φτάνουν οι πρώτοι μάρτυρες για εξέταση. Η χτεσινή λίστα με τα κλειδιά του συλλόγου. Δεν βγήκε τίποτα χρήσιμο. Έμενε ένας ακόμη. Ο αστυνόμος σκέφθηκε να τον διώξει, αλλά η διαδικασία τού επέβαλλε να ανακρίνει κι αυτόν.
      «Περάστε!» φώναξε ο αστυνόμος στο δειλό χτύπημα της πόρτας και η πόρτα άνοιξε καχύποπτα.
      «Καλημέρα...» είπε τρεμάμενα κάτι πίσω από την πόρτα.
      «Καλημέρα σας, είμαι ο αστυνόμος Μπουλαξίζης» είπε ο αστυνόμος Μπουλαξίζης.
      Ο τελευταίος κάτοχος κλειδιών του εντευκτηρίου, είχε μόλις μπει στο γραφείο του αστυνόμου και τον κοίταγε φοβισμένα. Ο αστυνόμος κατάλαβε ότι σε λίγο θα ξεσπούσε σε γοερά κλάματα φωνάζοντας πως: όχι κύριε αστυνόμε εγώ δεν ξέρω τίποτα για το φόνο και σας ορκίζομαι αξιότιμε στρατηγέ μου ότι ουδέποτε είχα δει το θύμα και την ώρα που έγινε το έγκλημα εγώ ήμουν σπίτι και έχω και μάρτυρα τη σπιτονοικοκυρά μου που μένει δίπλα και πάντα βγαίνει στην πόρτα όταν έρχομαι ή φεύγω αξιοσέβαστε δικαστά μου και άμα θέλετε να τη φέρω εδώ να σας τα πει η ίδια να φιλάω σταυρό να με κάψει φωτιά αν λέω ψέματα, πανοσιότατε.
      Μπροστά στον κίνδυνο ο καλεσμένος του να πει όλα αυτά χωρίς ανάσα και να του μείνει στα χέρια, ο Μπουλαξίζης κατεύθυνε τη συζήτηση σε κάτι πιο φιλικό για το χρήστη:
      «Τι ΕΛΟ έχετε;»
      Μετά από ένα μικρό σάστισμα, ο τελευταίος κλειδοκράτορας ανήγγειλε:
      «1880 διεθνές, 1730 ελληνικό».
      «Πληθωρισμός στη διεθνή αγορά» προσπάθησε να αστειευτεί ο αστυνόμος.
      «Όχι, το ελληνικό είναι υποτιμημένο» απάντησε σοβαρά ο Άγιος Πέτρος του εντευκτηρίου. «Γιατί ρωτάτε; Έχει σχέση το ΕΛΟ μου με το έγκλημα;»
      «Όχι. Αλλά αφού έτσι κι αλλιώς όλοι εσείς είναι απίθανο να γνωρίζετε κάτι για το συμβάν, σκέφτηκα μήπως παίζαμε καμιά παρτίδα σκάκι».
      «Παίζετε σκάκι;» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο 210210210210-όλο-το-24ωρο. Ο πάγος είχε σπάσει πλέον.
      «Έπαιζα, και να πω την αλήθεια θα προτιμούσα να έπαιζα μια παρτίδα τώρα παρά να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα». Κλισέ, σκέφτηκε ο αστυνόμος και ήταν αλήθεια πως από τότε που μπήκε στην υπηρεσία είχε γίνει κι αυτός μάστορας της κοινοτοπίας. «Δυστυχώς όμως εδώ δεν έχω σκακιέρα και κυρίως δεν έχω χρόνο. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε μερικά πράγματα τυφλά. Μπλάιντ, όπως λέτε».
      «Α, είστε προχωρημένος, κύριε αστυνόμε!» Δέος είχε κυριεύσει τον ανακρινόμενο.
      «Τα βασικά. Για πέστε μου, σας έχει τύχει να δείτε μια παρτίδα χωρίς βασιλιά;»
      «Μία και δύο; Μεταξύ μικρών παιδιών. Τρώει ο ένας το βασιλιά του άλλου και μετά κραδαίνοντας τον γυρίζει το δωμάτιο φωνάζοντας: “Τον έφαγα”. Βλέπετε, δεν ξέρουν ότι δεν τρώγεται ο βασιλιάς».
      «Βλέπω, βλέπω. Πολύ ενδιαφέρον!» Ο Πητ Μπουλ είχε αρχίσει να οσφραίνεται κάτι. «Λίγες ερωτήσεις ακόμη, τυπικές, θα σας κάνω μόνο» συνέχισε. «Χθες περάσατε από το σύλλογο;»
      «Ναι, σχεδόν κάθε μέρα περνάω. Έμεινα μέχρι τις 11 το βράδυ με λίγους ακόμη συμπαίκτες μου. Παίζαμε μπλιτς. Βγήκα λίγο στο μπαλκονάκι, στη σκάλα υπηρεσίας, να κάνω ένα τσιγάρο και μετά κλείδ...» Ο σκακιστής σταμάτησε τα λόγια του μόλις αντίκρυσε το διεσταλμένο βλέμμα του αστυνόμου. Τρομοκρατήθηκε. «Τι;» ρώτησε. «Τι είπα;»
      «Τίποτα, τίποτα. Σας ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να πηγαίνετε. Θα περάσω κάποια στιγμή από το σύλλογο να παίξουμε μια παρτίδα. Καλή σας μέρα» είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω από τον εκδιωγμένο και απορημένο μάρτυρα.
      Τι ηλιθιότητα. Σπουδαία όσφρηση... Τσάμπα το παρατσούκλι. Μα βέβαια. Όλα αυτά τα παλιά κτίρια έχουν σκάλες υπηρεσίες. Πώς δεν το είχε προσέξει χθες; Είχε βρει ότι έλειπε ένας μικρός μαύρος βασιλιάς και είχε χάσει ολόκληρη πόρτα που οδηγεί στην έξοδο υπηρεσίας. Και να σκεφτεί κανείς ότι την έξοδο υπηρεσίας αναζητούσε κι αυτός, εδώ και λίγα χρόνια.
      «Γεωργίου!» γαύγισε ο αστυνόμος στο διάδρομο.
      «Κλείνω, με φωνάζει ο Πητ Μπουλ» ακούστηκε από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου του υπαστυνόμου και ο Γεωργίου εμφανίστηκε άμεσα ενώπιον του προϊσταμένου του.
      «Τι είπες στο τηλέφωνο, Γεωργίου;» ρώτησε αυστηρά ο Μπουλαξίζης.
      «Στο γιο μου έλεγα να πιει ένα Ρεντ Μπουλ πριν τις εξετάσεις» ήρθε η σαν έτοιμη από καιρό δικαιολογία του υπαστυνόμου.
      «Καλά. Λοιπόν, θέλω άμεσα τα ονόματα όλων όσοι έχουν γραφεία στην Παλαμήδη 64».
      «Μάιστα, κύριε αστυνόμε».
      «Και μάθε αν είδαν κάποιον να κατεβαίνει νωρίς το πρωί μετά το φόνο».
      «Μάιστα, κύριε αστυνόμε».
      «Και ας ευχηθούμε να μην είναι κάποιος απ' αυτούς φίλος του υπουργού».
      Ο Γεωργίου δεν αποκρίθηκε στη χαμηλόφωνη παρατήρησή του, γιατί είχε ήδη φύγει.
      Ο αστυνόμος βούλιαξε στην καρέκλα του. Ρούφηξε την άδεια πορσελάνη που μέχρι πριν λίγο περιείχε τον τρίτο καφέ της μέρας. Η εξασκημένη του διαίσθηση δεν προμήνυε εύκολο τέλος σ' αυτή την υπόθεση. Και φημιζότανε στο Σώμα για τη διαίσθησή του.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου