1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος, 4ο μέρος, 5ο μέρος, 6ο μέρος
Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 7ο
**Γράφει ο Τριαντάφυλλος Σωτηρίου
Στους κυματοθραύστες πίσω από το ΣΕΦ
«Ώστε ο Ηλίας Σκούρος ήταν την ώρα της έκρηξης στο καφενείο του Τουρκομένη».
«Μα πώς…»
«Ο πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου της Παλαμήδη 64 μας είχε πει στην κατάθεσή του ότι δουλεύει σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών στην Πεσσών 16. Δύο ομοειδείς εταιρίες στο ίδιο κτίριο, δύσκολο· η Καστέλλα δεν είναι Μανχέτταν» είπε ο Μπουλ, τονίζοντας το αχνό χι και το schwa. «Ένα κι ένα κάνουν δυο, δε θέλει δα πολύ μυαλό. Και δε μου λες, αυτός ο Ηλίας Σκούρος, έναν Σάββα και έναν Κυριάκο, τους έχει τίποτα;»
Ο Μπουλ είχε μάθει από τον Τουρκομένη στην πρώτη επίσκεψή του στο «Εθνικός 1924» ότι οι Διόσκουροι ήταν τα αδέλφια Σάββας και Κυριάκος Σκούρος. Πολύ πεζό: όχι Διόσκουροι, αλλά δύο Σκούροι. Ο Γεωργίου θα επέστρεφε αυτή την ώρα από την εταιρία, όπου τον είχε στείλει μήπως ψαρέψει τίποτα. Αν δεν ήθελε να κινήσει υποψίες για την απουσία του, έπρεπε οσονούπω να επιστρέψει και ο ίδιος.
«Πατέρας τους. Μαζί έχουν την εταιρία, εμπορεύονται είδη εξωτικής λαϊκής τέχνης. Ο πατέρας, παρά τα χρονάκια του, έχει ακόμα τα ηνία, και τα αδέλφια είναι ετερόρρυθμοι εταίροι».
«Παύλο, είσαι πάντα πολύτιμος. Σ’ αφήνω τώρα, είμαι σκαστός από το γραφείο, θα τα πούμε σύντομα» είπε ο Μπουλ.
Περνώντας την υπόγεια διάβαση για να βγει απέναντι και να πάρει τον ηλεκτρικό, διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι μπεζ αλλοδαπών. Η μικρόσωμη κοπέλα με το πορφυρό σάρι τον κεραυνογράφησε σε άλλη διάσταση. Από το αστρικό του σώμα είδε τον εαυτό του σ’ ένα ψυχεδελικό τοπίο να τραγουδά “I don’t know where, but she sends me there”.
Δεν του έκανε καρδιά ν’ αφήσει τα μαγευτικά μορφοκλάσματα με τα έντονα χρώματα, όμως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Τύλιξε την ασημένια του χορδή και ξαναμπήκε στο φυσικό του σώμα. Το μεθυστικό πατσουλί της Ινδής τον συνόδευε μέχρι την αποβάθρα του σταθμού του Φαλήρου.
«Πολλοί Σκούροι χτες στο καφενείο. Η υπόθεση έχει αρχίσει να σκουραίνει επικίνδυνα» σκέφτηκε καθώς επιβιβαζόταν.
Ο ίσκιος του Τζέρρυ Λ. Λούη
Πρώτη μέριμνα του Πρόδρομου Ντίκα μόλις πέρασε τον έλεγχο στο ΑΙΑ με το καινούργιο του διαβατήριο ως Γεράσιμος Λ. Λούης κουβαλώντας μόνο ένα ελαφρύ σακίδιο πλάτης, ήταν να μπει στις τουαλέτες για να κοκαλώσει το κοκοράκι του με μπρυλκρήμ. Στους διπλανούς νιπτήρες, δύο Κρητικοί έλεγαν για του Ασημάκη τη θυγατέρα· ο ένας ανέφερε «τση ζούγκλες του Ζαΐρ, του Νίζηρα και τση Ναμίμπιας». «Κοντοχωριανοί» σκέφτηκε ο Τζέρρυ.
Στην αίθουσα αφίξεων, παραμέρισε έναν όψιμο ροκαμπιλλά που τον πέρασε για τον Shockin’ Steve των Bullets και του ζητούσε αυτόγραφο, και κατευθύνθηκε στις θυρίδες των ρεντκαρατζήδων.
Πριν ο νεοφερμένος φτάσει στο πάρκινγκ του αεροδρομίου για να παραλάβει το Άστρα κάμπριο που είχε νοικιάσει για μια εβδομάδα, ο υπάλληλος της εταιρίας ενοικίασης, σακουλεμένος, είχε ενημερώσει εκεί που έπρεπε.
Όταν πια ο πρώην Ντίκας και νυν Λούης πέρασε και τις Τζιτζιφιές και κατευθυνόταν προς τον Πειραιά, ο συνεργάτης τού Μπουλ και του Γεωργίου, γνωστότερος ως ίσκιος για την απαράμιλλη ικανότητά του στην αθέατη παρακολούθηση, πήρε σήμα από την ομάδα του Παύλου ότι το δέμα ήταν πια στα δικά τους χωρικά ύδατα και ότι αναλάμβαναν πλέον αυτοί. Ο ίσκιος κατέβασε ταχύτητα, έστριψε Κηφισού και βγήκε Πειραιώς, σιγοσφυρίζοντας ένα αυτοσχέδιο κότσαρι. Στο φανάρι του «Κορτσόπον», σε μια Ρόβερ δίπλα του, ένας γερο-ταρνανάς σαλιάριζε με μια πιτσιρίκα με πολύ κοντή φούστα, ή πολύ φαρδιά ζώνη. «Τι πουρό, τι καγκουρώ, τσέπες έχουν και τα δυο» αποφάνθηκε θυμόσοφα στο είδωλό του στο καθρεφτάκι του οδηγού, και συνέχισε για το σπίτι.
Κοίταξε το ρολόι του. Προλάβαινε χαλαρά την πολλοστή επανάληψη του «Παντρεμένοι με παιδιά», που θα ξεκινούσε αργότερα στο Τηλεάστυ. «Βεζούβιε, σούρχομαι» είπε στην Πέγκυ Μπάντυ. «“Εκείνη δεν απήντησεν...”, ως έγραψε μια συγγραφεύς ρομαντική», ως έγραψε ο Τεύκρος Ανθίας.
Η σοδειά του Γεωργίου από την Πεσσών 16
Ο Γεωργίου μουρμούριζε τον «Δράκο του πάρκου» του Λήτη και της Ιζόλδης, μιμούμενος και το φλάουτο και το βιολί, καθώς ανέβαινε στον τρίτο όροφο της ΓΑΔΑ. Ο Μπουλ είχε μόλις επιστρέψει από τη συνάντησή του με τον Παύλο στο ΣΕΦ.
«Αστυνόμε, τάξε μου!» είπε εύθυμα μπαίνοντας στο γραφείο του Μπουλ, και άνοιξε απότομα την καμπαρντίνα του.
Ο Γεωργίου γύριζε από την επίσκεψή του στην «Ηλίας Σκούρος και Υιοί ΕΕ, Εισαγωγαί-Εξαγωγαί Ειδών Λαϊκής Τέχνης», στην Πεσσών 16, όπου δούλευε ως λογιστής ο Οικονόμου. Στη διάρκεια της ολιγόλεπτης ξενάγησής του από τον ιδιοκτήτη στις αποθήκες της εταιρίας, προλάβαινε να καταχωνιάζει ταχυδακτυλουργικά στη φόδρα της καμπαρντίνας του διάφορα μικροαντικείμενα.
«Δανείστηκα μερικά ψιλολοΐδια από τον φίλο μας» συνέχισε θριαμβευτικά και άρχισε να βγάζει από διάφορες απίθανες κρύπτες του ιματισμού του και να αραδιάζει στο γραφείο του Μπουλ τη σοδειά του.
«Πώς και δεν σελέμισες και καμιά καρέκλα από μπαμπού, Γεωργίου;» είπε ο Μπουλ, που θυμήθηκε ότι πέρσι, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή για τα παιδιά των εργαζομένων της ΓΑΔΑ, ο Γεωργίου είχε κλέψει την παράσταση εξαφανίζοντας και επανεμφανίζοντας αλλού αντικείμενα και κάνοντας διάφορα κόλπα με τραπουλόχαρτα. Η αποθέωση ήταν όταν άναψε το πούρο του Μεγάλου Αρχηγού με ένα παγάκι. Κρυφό ταλέντο ο δικός σου.
«Θα καταλάβαινε ότι έλειπε, αστυνόμε» απάντησε σοβαρά ο άλλος. Έμπιστος, εχέμυθος και ικανός για μπάτσος ο Γεωργίου, αλλά η NASA και το CERN δεν θα έριζαν ποτέ για το ποιος θα τον πάρει στη δούλεψή του. Οι αδικίες της ζωής.
Ο Μπουλ ζύγισε στο χέρι του και κούνησε σαν κουδουνίστρα κοντά στο αυτί του ένα λευκό Άρμα και έναν μαύρο Ελέφαντα που είχε σουφρώσει από δύο διαφορετικές σιανγκτσιέρες ο Γεωργίου. Έκανε το ίδιο και με τη μικρογραφία ντιτζεριντού. Κούνησε το κεφάλι με σημασία. Επιχείρησε να τ΄ ανοίξει. Αντιστέκονταν. Δεν επέμεινε. Τα έδωσε όλα πίσω στον Γεωργίου να τα στείλει στο εργαστήριο. Δεν θα εκπλησσόταν καθόλου αν η ανάλυση έδειχνε ότι τα κομμάτια του κινέζικου σκακιού έκρυβαν άσπρη πούδρα, και η λιλιπούτεια απομίμηση του μουσικού οργάνου των αβοριγίνων, αλλοτροπικό άνθρακα.
«Και δεν σου είπα το καλύτερο, αστυνόμε. Ξέρεις ποιοι άλλοι έχουν πόντους στην εταιρία;»
Ο Μπουλ φυσικά ήξερε την απάντηση από τη συνάντησή του με τον Παύλο, αλλά προσποιήθηκε τον ανήξερο. Σε αυτή τη φάση, είχε αποφασίσει να εμπιστεύεται μόνο τον πειραιώτη συνάδελφό του.
«Οι Διόσκουροι!» συνέχισε μετά από λίγα δευτερόλεπτα παύσης για σασπένς και με γνήσιο ενθουσιασμό ο Γεωργίου, σαν να δήλωνε ότι υπέκλεψε από τον Μεντβέντεφ τους κωδικούς των πυρηνικών όπλων της Ρωσσίας.
«Τι λες βρε παιδί μου!» εξεπλάγη ελεγχόμενα ο Μπουλ, σαν να το ακούει για πρώτη φορά. «Για λέγε, για λέγε» τον παρότρυνε.
Μυστική συνάντηση στο Τζάνειο
Ο Μπουλ ετοιμαζόταν να σχολάσει όταν πήρε στο κινητό του ένα μήνυμα από τον Παύλο: «ELA TZANEIO TORA EXO NEA».
«Μάλλον θα πρέπει μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση να νοικιάσω κανένα δωμάτιο στο Lilia, να μη με τρώνε οι δρόμοι» σκέφτηκε, και ξεκίνησε για το μετρό στην Αλεξάνδρας.
Τώρα βάδιζαν στους διαδρόμους του Τζάνειου.
«Πώς πάνε οι τραυματίες της έκρηξης;» ρώτησε ο Μπουλ τον Παύλο.
«Τα τέσσερα γεροντάκια ήδη παίζουν τσατουράνγκα μπλάιντ στο φουαγιέ. Οι τρεις αύριο παίρνουν εξιτήριο, ο τέταρτος, ευκαιρίας δοθέντος...»
«...δοθείσης...»
«Μάλιστα, κύριε Μπαμπινιώτη, δοθείσης, θα κάτσει να βγάλει τον προστάτη του».
«Και ο μαγαζάτορας;»
Αντί για απάντηση, ο Παύλος προχώρησε λίγο ακόμα, στάθηκε στο κατώφλι ενός εξάρη θαλάμου και έδειξε στο εσωτερικό του, σαν να έλεγε : Δες μόνος σου.
Ο γιγαντόσωμος πρώην τερματοφύλακας πηγαινοερχόταν σαν θηρίο στο κλουβί στο δωμάτιο μιλώντας στο κινητό. Τρεις επισκέπτες του, καθισμένοι στο αχρησιμοποίητο κρεβάτι του, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα καθώς τον περίμεναν να τελειώσει. Περπατούσε σαν συγκαμένος.
«Δεν είχα προσέξει ότι είναι στεατοπυγικός» είπε ο Μπουλ στον Παύλο.
«Δεν είναι, οι επίδεσμοι κάτω από την πυτζάμα τον κάνουν να φαίνεται έτσι. Τον βρήκαν κάτι θραύσματα γυαλιών σε σημείο που για λίγες μέρες ακόμα δεν θα μπορεί να καθίσει σε καρέκλα, και θα πρέπει να κοιμάται μπρούμυτα».
«It’s only me» σκέφτηκε ο Μπουλ.
Ο Τουρκομένης έδινε οδηγίες από το κινητό στον μάστορα για τις επισκευές του μαγαζιού.
«Και κοίτα, Τρύφωνα, μη μου το κάνεις κρεπερί, τζαμιλίκια και αηδίες, εμείς είμαστε καφενείο του παλιού καιρού. Οποιανού δεν αρέσει και θέλει αμέρικαν μπαρ, ας πάει στο Appaloosa, που έχει και φλογερές βεδουΐνες, ξελογιάστρες, τσαχπίνες» έλεγε. (Βραζιλιάνες εννοούσε, αλλά ας μην του κάνουμε υποδείξεις και τον ερεθίσουμε περισσότερο.) «Και να μου κάνεις την επιγραφή όπως ήταν, από νέον. Τι παναπεί δεν βγαίνουν πια τσίγκινα τραπέζια; Στου βοδιού το κέρατο να πας και να βρεις! Μέχρι την Παρασκευή που βγαίνω, θέλω να είναι όλα έτοιμα, το καλό που σου θέλω, αλλιώς θα έχεις να κάνεις με τον Πηρούνια και τις Πινέζες!»
Διέκοψε απότομα τη συνομιλία, βούτηξε συγχυσμένος ένα παξιμαδάκι κολίανδρου που πήρε από το κομοδίνο του διπλανού του νοσηλευόμενου στο ποτήρι με τη σπιτική σουμάδα που κρατούσε ένας συγγενής ενός τρίτου αρρώστου και, μισομπουκωμένος και πάντα όρθιος και υπερκινητικός, μπήκε στην κουβέντα των επισκεπτών του.
«Τον καλοβαλμένο κύριο με τα χρυσά γυαλιά τον ξέρω από την τηλεόραση, ο Σάββας ο Θεοδωρίδης είναι. Το ομορφόπαιδο με το μαλλί-κάσκα τον θυμάμαι, έχει παίξει και στην ΑΕΚ και στον Γαύρο, είναι ο Χρήστος ο Αρβανίτης. Φλέβες κόβανε τα κοριτσόπουλα για πάρτη του. Ο τρίτος όμως;» ρώτησε τον συνάδελφό του ο Μπουλαξίζης.
«Κάνε μας τη χάρη, ρε Κουρκουβέλα!» έδωσε αντί για τον Παύλο την απάντηση ο Τουρκομένης. «Μάθε πρώτα λίγη μπαλλίτσα και ύστερα έλα να μου πεις για τον Υφαντή. Τιτίκα ήταν, ναι, αυτό ήταν. Όλο κλο-κλο και από αυγό τίποτα. Κοτούλα. Ο πιο εύκολος αντίπαλος. Ένα Τσου, ρε Λάκη! φώναζα καθώς έκανα την έξοδο, και τον πήγαινε πέντε-πέντε. Κικιρίκουκου γειτόνοι, σηκωθείτε ξημερώνει!» συνέχισε με τη βροντερή φωνή του.
Οι δύο συνάδελφοι άφησαν τη σύναξη παλαίμαχων διεθνών τερματοφυλάκων στις αναμνήσεις της και συνέχισαν να βαδίζουν στον διάδρομο.
«Και οι αδελφοί Σκούροι;»
«Είναι λίγο σοβαρότερα, όμως δεν διατρέχουν κίνδυνο. Είναι στον έβδομο, φυσικά σε χωριστά δωμάτια. Δεν φρουρούνται εμφανώς, αλλά επιτηρούνται διακριτικά· αρκετά διακριτικά ώστε να ενθαρρύνονται οι επίδοξοι επισκέπτες» έκλεισε το μάτι ο Παύλος στον Μπουλ.
«Και έσκασε μύτη ο τεξανός καμπόης με το κοκοράκι α λα Έλβις και τη φαβορίτα σαν τον χάρτη της Ιταλίας που παρακολουθούμε από χτες που ήρθε από το Γιοχάννεσμπουργκ».
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Παύλος.
«Ένα και δύο κάνουν τρία, αν δεν σου φτάνουν κάνε απεργία» απάντησε ως άλλος Νεγρεπόντης ο Μπουλ. «Ανακριτής ποιος ορίστηκε;»
«Ο ίδιος που ήταν στη υπόθεση των αδελφών Χλωρών. Είχαμε το ιατρικό ελεύθερο να πάρουμε καταθέσεις ήδη από χτες, όμως αφήσαμε να γίνει η… χμμ… επίσκεψη που λέγαμε, και μετά πήγε ο ανακριτής. Γι΄ αυτό ήθελα να τα πούμε από κοντά· τέτοια πράγματα δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Προσοχή, ο εχθρός παρακολουθεί, που μαθαίναμε και στη Σχολή. Λοιπόν, έχουμε ήδη τις πρώτες αυθόρμητες καταθέσεις» ξαναέκλεισε το μάτι.
Η γκάμα της γλώσσας σώματος του Παύλου ήταν ολοφάνερα περιορισμένη, όχι όμως και η πανουργία του, ούτε η εντιμότητά του. Ο Μπουλ μπορούσε σίγουρα να βασιστεί πάνω του.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου