Navigation
Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019
Ο Πετράρχης, ο Ουμανισμός και τα ελληνικά γράμματα στον Μεσαίωνα
Ο Πετράρχης (Francesco Petrarca, 1304-1374), ήταν Ιταλός λόγιος, ποιητής και ένας από τους πρώτους ουμανιστές που προανήγγειλαν με το έργο τους την Αναγέννηση.
Ως ουμανιστής, υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο για να εκφράσει το πνεύμα της διανοητικής απελευθέρωσης από τους μεσαιωνικούς θεσμούς και υπερασπίστηκε τα studia humanitatis, μια πολύπλευρη και ολοκληρωμένη διάπλαση του ανθρώπου σε όλους τους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας, με βάση τις κλασικές ελληνικές και λατινικές πηγές. Και δεν υπερασπίστηκε μόνο θεωρητικά τις κλασικές σπουδές, αλλά έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην αναβίωση της μελέτης της γραμματείας των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων κλασικών στην πράξη. Πρόκειται για τομή στη σκέψη του ανθρώπου του Μεσαίωνα, με την οποία επηρέασε πολλές γενιές συγγραφέων και διανοητών, ακόμη και πολύ μετά από την εποχή του.
Με την ουμανιστική του αυτή αντίληψη προσπάθησε και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να εναρμονίσει τη μελέτη των κλασικών συγγραφέων με τον Χριστιανισμό, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αρχή μιας νέας περιόδου, που θα οδηγήσει στην Αναγέννηση. Η προσωπικότητά του στον τομέα αυτόν ξεπερνάει τους τοπικισμούς και αναδεικνύει τη μόρφωση ως πρώτιστο αγαθό, που αφήνει πίσω κάθε είδους σύνορο και μιλάει για λογαριασμό όλων των ανθρώπων.
Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά ενός ακούραστου μελετητή, συγγραφέα, βιβλιόφιλου και κριτικού κειμένων, ενός από τους λίγους ανθρώπους της εποχής του που αφιερώθηκαν ουσιαστικά στην έρευνα. Ο Πετράρχης μελέτησε και επεξεργάστηκε τα έργα του Βιργίλιου, του Κικέρωνα, του Τίτου Λίβιου και του Ιερού Αυγουστίνου, απελευθερώνοντάς τα από αρκετά λάθη που οφείλονταν σε κακούς αντιγραφείς ή σε λογοκρισία. Κι όχι μόνο το κριτικό του πνεύμα, αλλά και το ίδιο του το προσωπικό έργο ήταν βαθιά επηρεασμένα από τις μελέτες και τις γνώσεις του. Στην ακτινοβολία που ασκούσε στους συγχρόνους του συνέβαλαν κατά πολύ οι ποιητικές του αρετές, που τον ανέδειξαν ως τον μεγαλύτερο ποιητή του καιρού του, αλλά και η ποιότητά του ως άνθρωπος.
Ως ποιητής, άφησε ένα σημαντικότατο έργο στην ιταλική γλώσσα, το Canzoniere, μια συλλογή από ερωτικά κυρίως ποιήματα, γραμμένα τα περισσότερα με τη μορφή του σονέτου και αφιερωμένα στη μεγάλη του αγάπη, τη Λάουρα. Ο Πετράρχης τελειοποίησε σε τέτοιο βαθμό τα σονέτα του ώστε πολλοί ερευνητές να τα θεωρούν αξεπέραστα μέχρι και σήμερα.
Η συλλογή του αυτή επηρέασε όλη τη μετέπειτα λυρική ποίηση για τουλάχιστον τρεις αιώνες , δημιουργώντας το πνεύμα του Πετραρχισμού, δηλαδή την προσπάθεια μίμησης του τρόπου σύνθεσης και έκφρασης του Πετράρχη. Κατά την Αναγέννηση τα σονέτα του αποτέλεσαν αντικείμενο ανυπόκριτου θαυμασμού, αλλά και μίμησης, και η χρήση τους επεκτάθηκε σιγά-σιγά σε όλες τις λογοτεχνικά καλλιεργημένες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μέσα σε αυτό το πνεύμα του Πετραρχισμού κινήθηκαν ποιητές όπως ο Ισπανός Garcilaso de la Vega, οι Άγγλοι William Shakespeare και Edmund Spenser, κ.ά.
Ο Πετράρχης ήταν γιος συμβολαιογράφου από το Αρέτσο, οπαδού της παράταξης των Γιβελίνων. Λόγω του γεγονότος αυτού ο πατέρας του εξορίστηκε από την πόλη του όταν σε αυτήν επικράτησαν οι Γουέλφοι και έτσι ο Πετράρχης αναγκάστηκε να περάσει τα παιδικά του χρόνια κοντά στη Φλωρεντία. Αργότερα η οικογένεια έφυγε για την Πίζα και για τη Μασσαλία και τελικά το 1312 έφτασε στην Αβινιόν, σημαντικό διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο, αλλά και έδρα της παπικής εκκλησίας. Έτσι τα πρώιμα νεανικά χρόνια του Πετράρχη πέρασαν στην Προβηγκία, όπου πήρε τις πρώτες του εγκύκλιες σπουδές και είχε μια πρώτη επαφή με την ποίηση των τροβαδούρων.
Ο πατέρας του είχε –όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη– τη φιλοδοξία να δει τον γιο του να τον αντικαθιστά κάποτε στο επάγγελμά του, γι’ αυτό και το 1316 τον έστειλε στο Μονπελιέ για να σπουδάσει τη νομική επιστήμη. Ο Πετράρχης προσπάθησε να ακολουθήσει τις σπουδές αυτές και κατά το 1320 με 1323 μετακόμισε μαζί με τον αδελφό του στην Μπολώνια, έδρα την εποχή εκείνη της νομικής επιστήμης. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν λάτρης της νομικής· ήταν περισσότερο λόγιος και άνθρωπος των γραμμάτων. Σύμφωνα μάλιστα με πολλούς μελετητές, επιδόθηκαν οι δύο νέοι περισσότερο σε εξωφοιτητικές δραστηριότητες παρά στις σπουδές τους. Πάντως το 1326, μετά το θάνατο του πατέρα τους, ο Πετράρχης επέστρεψε στην Προβηγκία και ενδύθηκε το εκκλησιαστικό σχήμα, το οποίο θα μπορούσε να του εξασφαλίσει υψηλότερα εισοδήματα, ενώ παράλληλα επιδόθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση. Είναι κατά πολλούς ο πρώτος Ευρωπαίος διανοούμενος που έκανε την ποίηση επάγγελμα, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο έναν δρόμο στο ξεπέρασμα της μεσαιωνικής αντίληψης ότι οι διάφορες λειτουργίες δεν μπορούν να διαχωρίζονται και συμβάλλοντας στη δημιουργία της σύγχρονης πνευματικής αντίληψης για το θέμα αυτό.
Στις 6 Απριλίου του 1327 ο Πετράρχης είχε τη συνάντηση που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο του: είδε τη Λάουρα για πρώτη φορά στην εκκλησία της Αβινιόν. Πολύ λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτήν, καθώς οι πηγές που αναφέρονται στην ταυτότητά της είναι συγκεχυμένες. Κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας του ποιητή, όμως το πιο πιθανό είναι πως επρόκειτο για μια παντρεμένη γυναίκα, με την οποία συνέδεε τον Πετράρχη μια όχι στενή σχέση, αλλά μια βαθιά φιλία και ένας πλατωνικός έρωτας εκ μέρους του ποιητή, ένας έρωτας όμως τόσο βαθύς ώστε να του αφιερωθεί ο ποιητής ολοκληρωτικά και στη ζωή αλλά και στο έργο του.
Ο Πετράρχης ήταν άνθρωπος πολυταξιδεμένος και με διαρκείς ανησυχίες και πνευματικές αναζητήσεις. Ήδη από την εποχή που γνώρισε τη Λάουρα ζούσε μια κοσμική ζωή με πολλά ταξίδια που περιλάμβαναν και διπλωματικές αποστολές, ενώ περνούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα περιόδους αυτοσυγκέντρωσης, αφιερωμένος στον στοχασμό και τη λογοτεχνία. Το πρώτο του μεγάλο ταξίδι έγινε στη Γαλλία, όπου επισκέφτηκε το Παρίσι, τη Γάνδη, τη Λιέγη και την Κολωνία, γνωρίζοντας αρκετούς λογίους και βρίσκοντας την ευκαιρία να αντιγράψει χειρόγραφα κλασικών συγγραφέων. Λίγο καιρό αργότερα πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Ρώμη, όπου του έκαναν τεράστια εντύπωση τα αρχαία ερείπια της πόλης.
Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητή αυξανόταν ολοένα, ειδικά μετά την έκδοση του έπους του Africa, με αποτέλεσμα να διακηρύσσεται από πολλούς πως κανείς δεν άξιζε περισσότερο το δάφνινο στεφάνι από αυτόν. Η θεσμική πλέον και όχι μόνο τυπική αξία της λογοτεχνίας αναγνωρίζεται στο πρόσωπό του και τελικά λαμβάνει δύο προσκλήσεις για να στεφθεί ποιητής, η μία από το Παρίσι και η άλλη από το βασίλειο της Νάπολης. Αποδεχόμενος την τελευταία πρόσκληση, ταξίδεψε το 1341 στη Ρώμη όπου στέφθηκε ποιητής στο Καπιτώλιο. Μετά τη στέψη του στη Ρώμη η ζωή του άλλαξε πολύ, θεωρήθηκε ποιητής μεγάλης κλίμακας και δεχόταν προσκλήσεις από ευγενείς και πρίγκιπες της εποχής του.
Η εξοχική του κατοικία –το ερημητήριό του– κτίστηκε περίπου εκείνη την εποχή, όταν ο Πετράρχης ήλπιζε να ασχοληθεί με ηρεμία με την ποίηση και την πολιτική. Ωστόσο, τα επόμενα δυο χρόνια έφεραν δυστυχίες: η Λάουρα πέθανε από την πανώλη στις 6 Απριλίου 1348, και την ακολούθησαν πολλοί άλλοι στενοί φίλοι του. Το γεγονός αυτό άλλαξε εσωτερικά τον Πετράρχη: άρχισε να σκέφτεται την περίπτωση να αφιερωθεί σε περισσότερες σπουδές, καθώς επίσης και την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και τον Θεό. Μάλιστα στα επόμενα χρόνια οι τάσεις του αυτές ενισχύθηκαν και από το γεγονός ότι ο αδελφός του Γκεράρντο μπήκε σε μοναστήρι. Αυτό προκάλεσε στον Πετράρχη μια βαθιά θρησκευτική κρίση. Από αυτή την πνευματική κατάσταση γεννήθηκε το βιβλίο του Secretum (1347-1353), ένα είδος εσωτερικού οδοιπορικού, σε μορφή διαλόγου ανάμεσα στον ίδιο τον ποιητή και τον Άγιο Αυγουστίνο. Η αναζήτηση αυτή συνεχίστηκε και με τα βιβλία του De vita solitaria (1346-1356) και De otio religioso (1346-1356).
Παρ’ όλα αυτά, το ανήσυχο πνεύμα του υπερίσχυε. Συνέχισε να επισκέπτεται διάφορους τόπους, ενώ κατά καιρούς επέστρεφε στο ερημητήριό του στη Βωκλύζ, κοντά στην Αβινιόν . Το 1350 μετέβη για προσκύνημα στη Ρώμη, περνώντας και από τη Φλωρεντία, όπου απέκτησε στενή φιλία με το Βοκκάκιο. Ο τελευταίος τον θαύμαζε πολύ από τότε που απέκτησε επαφή με το έργο του και ο Πετράρχης τού έδινε συμβουλές πάνω σε φιλολογικά θέματα, αλλά και την ηθική του υποστήριξη.
Το 1342 ο Πετράρχης είχε την ευκαιρία να πάρει κάποια μαθήματα ελληνικών στην Αβινιόν από τον Βαρλαάμ, λόγιο, θεολόγο και μαθηματικό από την Σεμινάρα της Καλαβρίας, ο οποίος είχε φθάσει στην παπική έδρα της Αβινιόν το 1339 ως αντιπρόσωπος της ελληνικής αποστολής που είχε σκοπό να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις για την ένωση των δύο Εκκλησιών. Αλλά ο Βαρλαάμ, αν και σημαντικός θεολόγος, που θεωρείτο μάλιστα αυθεντία, εκτός από τα θέματα της θεολογίας, και σε θέματα λογικής, δεν είχε μεγάλες ικανότητες ως δάσκαλος. Τα μαθήματά του δεν φαίνεται ότι άφησαν ευχαριστημένο τον Πετράρχη, ο οποίος τότε είχε πολύ μεγάλη ανάγκη να διαβάσει τον Όμηρο. Όμως το 1359 παρουσιάστηκε για τον Πετράρχη μια δεύτερη ευκαιρία να διαβάσει τον επικό ποιητή, όταν συνάντησε τυχαία στην Πάδουα τον Λεόντιο Πιλάτο από την Καλαβρία, που διέθετε μεγάλη ελληνική μόρφωση και ήταν επιπλέον και ο ίδιος μαθητής του Βαρλαάμ. Εκείνη περίπου την εποχή θεωρείται ότι συζήτησε με τον Βοκκάκιο την πιθανότητα να αποκτήσει μια μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δια χειρός Πιλάτου. Κατείχε ήδη ένα χειρόγραφο από τον Όμηρο και ένα απόσπασμα του Πλάτωνα, ενώ είχε διαβάσει την Ιλιάδα από τη μετάφραση του Βοκάκιου στη λαϊκή λατινική.
Όλα αυτά τα χρόνια, διατηρούσε και ενδυνάμωνε τη φιλία του με το Βοκκάκιο, που θα αποδεικνυόταν μιας από τις πιο σημαντικές σχέσεις στην ιστορία του ουμανισμού. Το τέλος αυτής της τόσο σημαντικής πορείας ήρθε στις 18 Ιουλίου 1374, όταν ο Πετράρχης βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα βιβλία και έγγραφα της βιβλιοθήκης της κατοικίας του.
Ο Πετράρχης θεωρείται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ιδρυτής του Ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες, συγκέντρωνε και διατηρούσε χειρόγραφα, αντιγράφοντας ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει, ενώ ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς και προέτρεπε τους συγχρόνους του στη συλλογή αρχαίων εγγράφων και στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας.
Από όλα τα έργα όμως του Πετράρχη, εκείνο το οποίο του χάρισε μέσα στους αιώνες την ποιητική αθανασία, ήταν όπως είπαμε και παραπάνω, το Canzoniere. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής αυτής μιλούν για τον έρωτα, δεν λείπουν όμως και αυτά που αναφέρονται σε πολιτικά ή θρησκευτικά προβλήματα της εποχής.
Το Canzoniere αποτελείται από 366 έργα. Από αυτά 317 είναι σονέτα, 29 τραγούδια, 9 εξάστιχα, 7 μπαλάντες και 4 μαδριγάλια . Πρόκειται για την ιστορία ενός βασανισμένου έρωτα χωρίς ανταπόκριση, γεμάτου από ψυχολογικό πόνο και πάθος , ένα μυστικό ημερολόγιο μιας αναζήτησης ερωτικής και συγχρόνως μυστικιστικής, μέσα σε μια κατάσταση διαρκούς έντασης. Και είναι σε αυτό το έργο που φαίνεται ο εξαίρετος λυρισμός του, η μεγαλύτερη δύναμη του ποιητή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου