Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Ο Μανουήλ Χρυσολωράς και η μετάφραση

 

Ο ρόλος του Μανουήλ Χρυσολωρά στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση

Ο Μανουήλ Χρυσολωράς (π.1350 - 1415) άφησε ένα ανεξίτηλο στίγμα στη Δύση ως παιδαγωγός, ουμανιστής και λόγιος. Καταγόμενος από γνωστή και αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, γνώρισε πολύ νωρίς στη ζωή του την κοινωνική καταξίωση, έλαβε σημαντική μόρφωση και έχαιρε της εμπιστοσύνης και της εκτίμησης του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Μαθητής του Δημητρίου Κυδώνη, είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη του επιτυχημένου δασκάλου στην Κωνσταντινούπολη όταν ταξίδεψε το 1394 ή το 1395 στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στη Βενετία, ως επικεφαλής μιας αντιπροσωπείας που είχε σταλεί από τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο προκειμένου να ζητηθεί βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Μαζί του και ο δάσκαλός του Δημήτριος Κυδώνης.

Όσο ο Χρυσολωράς βρισκόταν στην Ιταλία, ο καγκελάριος Coluccio Salutati, σημαντικός ουμανιστής ο ίδιος, του πρόσφερε το 1396 την έδρα των ελληνικών στη Φλωρεντία. Οι επιστολές του Ιταλού ουμανιστή προς τον Κυδώνη, τον Χρυσολωρά και τον Scarperia, με τις οποίες ανακοίνωνε και στους τρεις την βαθιά του επιθυμία να επανέλθει ο Χρυσολωράς ως δάσκαλος, ήταν ιδιαίτερα θερμές κι αποκάλυπταν την τεράστια σημασία που είχε την εποχή εκείνη η γνωριμία με τους Έλληνες κλασικούς και η ανάγκη να υπάρξει ένας δάσκαλος που θα μετέδιδε την αρχαία ελληνική γνώση. Έμοιαζε σαν να περίμενε ολόκληρη η πόλη τον ερχομό του.

Τελικά στη Φλωρεντία ο Χρυσολωράς πέρασε τρία γεμάτα χρόνια, από το 1397 ως το 1400, μέσα στα οποία μπόρεσε να διδάξει με μεγάλη επιτυχία τα ελληνικά, να συγγράψει τη γραμματική του και να δημιουργήσει έναν ενθουσιασμό για την ελληνική κουλτούρα. Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν από τον ερχομό του δεν διαψεύσθηκαν. Υπήρξε από την αρχή των μαθημάτων, αλλά και αργότερα καθώς τα μαθήματα προχωρούσαν, μεγάλη προσέλευση μαθητών και συρροή επαίνων προς τον Έλληνα δάσκαλο. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν ο Leonardo Bruni, ο Umberto Decembrio, ο Ambrogio Traversari, ο Giannozzo Manetti, ο Carlo Marsuppini, ο Palla Strozzi, ο Pier Paolo Vergerio. Πολλοί από αυτούς έγιναν άριστοι γνώστες της ελληνικής γλώσσας και άλλοι, εμπνευσμένοι από τα μαθήματα που πήραν από τον Έλληνα δάσκαλο, ασχολήθηκαν με τη μετάφραση αρχαίων ελληνικών κειμένων.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Χρυσολωράς σηματοδότησε ένα νέο σημείο εκκίνησης για τη διδασκαλία των ελληνικών στη Δύση, επισκιάζοντας τους προηγούμενους δασκάλους που είχαν προηγηθεί νωρίτερα κατά τον 14ο αιώνα. Τα ελληνικά γνώρισαν μια περίοδο μεγάλης άνθισης και δημιουργήθηκε μια πλειάδα δασκάλων, μεταφραστών και σχολιαστών των αρχαίων κειμένων.

Ο τρόπος διδασκαλίας του Χρυσολωρά και οι απόψεις του για τη μετάφραση

Η διδασκαλία του Χρυσολωρά πέτυχε εκεί που είχαν αποτύχει ή είχαν μερική επιτυχία οι προσπάθειες των προηγούμενων δασκάλων. Το πρόγραμμα σπουδών του Χρυσολωρά ήταν σφιχτό και συστηματικό, και τον βοηθούσε σε αυτό η πολύ καλή για τα δεδομένα της εποχής γνώση των λατινικών που είχε ο ίδιος. Συγκεκριμένα, χώριζε τη διδασκαλία του σε δύο θεματικές ενότητες που αντιστοιχούσαν σε δύο χρονικές φάσεις. Στην πρώτη ενότητα δίδασκε λεξιλόγιο και γραμματική, με τη βοήθεια και του βιβλίου που είχε ετοιμάσει ο ίδιος, δηλαδή του πασίγνωστου έργου για την εκμάθηση της γλώσσας που είναι γνωστό ως Ερωτήματα. Κατόπιν, όταν πια η γνώση που είχαν αποκτήσει για τη γλώσσα οι μαθητές του είχε φτάσει σε επίπεδα τέτοια που έκρινε ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις ενός αρχαίου ελληνικού κειμένου, τότε τους ενθάρρυνε να το μεταφράσουν στα λατινικά. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης φάσης, συνέχιζε τα μαθήματα γραμματικής και λεξιλογίου, ώστε τελικά η εκμάθηση της γλώσσας εναλλασσόταν με μεταφράσεις, ώστε ο κάθε μαθητής να έχει τη δυνατότητα να εξασκείται σε αυτό που μάθαινε. Μπορούμε τελικά να πούμε ότι ο απώτατος σκοπός της διδασκαλίας ήταν η μετάφραση, δίνοντας έτσι μια χειροπιαστή απάντηση στο αίτημα των ουμανιστών της εποχής για καλύτερη γνωριμία με τα ελληνικά γράμματα και εν τέλει για την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών. Ο ίδιος ο Χρυσολωράς μετέφρασε τον Τίμωνα και τον Χάροντα του Λουκιανού και προκάλεσε τη μετάφραση της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου.

Η μέθοδος του Χρυσολωρά αποσκοπούσε στην επαφή και έτσι στην καλύτερη γνωριμία των μαθητών του με τα κλασικά κείμενα, πράγμα που φαίνεται στο σημείο του θεωρητικού δοκιμίου του Leonardo Bruni De interpetatione recta στο οποίο συστήνει τη γνώση της λογοτεχνίας ως ένα από τα πολεμοφόδια ενός καλού μεταφραστή.

Σύμφωνα με τον Cammelli, η μέθοδος του Χρυσολωρά για τη μετάφραση συνίστατο κατ’ αρχάς στην κατά λέξη μετάφραση, η οποία χρησιμοποιούνταν όμως μόνο για διδακτικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Χρυσολωράς ήταν αντίθετος σε μια τέτοιου είδους μετάφραση, για την οποία θεωρούσε ότι θυσίαζαν την ελληνική και τη λατινική γλώσσα και παρήγαν κείμενα ανάξια λόγου.

Για να αποφύγει αυτόν τον κίνδυνο ο Χρυσολωράς δημιούργησε μια δική του θεωρία. Τον ενδιέφερε να είναι μεν το λατινικό κείμενο πιστό στο ελληνικό, αλλά παράλληλα να σέβεται και τις ανάγκες του λατινικού λόγου και να ανταποκρίνεται σε ένα υψηλό αισθητικό κριτήριο. Παράλληλα καταδίκαζε και τις μεταφράσεις που πήγαιναν στην άλλη άκρη, δηλαδή που ήταν ουσιαστικά πρόσχημα για τη δημιουργία ενός κομψού και γλαφυρού λατινικού κειμένου. Έτσι λοιπόν απέρριπτε και την κατά λέξη μετάφραση, αλλά και την κατά νόημα, και επιδίωκε μια μέση και ισορροπημένη λύση. Οι μαθητές του όφειλαν να σέβονται τη σκέψη του συγγραφέα και να παραμένουν πιστοί, όσο αυτό ήταν δυνατόν, στη μορφή και το λεξιλόγιο του πρωτότυπου κειμένου. Οι αλλαγές θα γίνονταν δεκτές μόνο όταν επιβάλλονταν από τις ιδιαιτερότητες της κάθε γλώσσας.

Σε σχέση με τον συγγραφέα του πρωτότυπου κειμένου είναι, κατά τον Χρυσολωρά, απαραίτητη όχι μόνο η διείσδυση στη σκέψη του, αλλά και η γνώση του ίδιου του έργου του. Αυτό θα το πετύχει ο μεταφραστής, αφ’ ενός με το να εξασφαλίσει τη συνάφεια ανάμεσα στο πρωτότυπο κείμενο και τη μετάφραση και αφ’ ετέρου με τη χρήση των κατάλληλων εκφραστικών μέσων ώστε να κάνει κτήμα του το πνεύμα του κειμένου και να το μεταφέρει «αναγεννημένο και ακέραιο», όπως αναφέρει ο Cammelli, στον αναγνώστη. Ο ίδιος ο Χρυσολωράς έδωσε το όνομα σε αυτή του τη μέθοδο, αποκαλώντας την ‘transferre ad sententiam’, δηλαδή «μετάβαση στη σκέψη». Αυτό, κατά την άποψή μας, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί παρά μόνο με την πλήρη γνώση του έργου του συγγραφέα, η οποία θα πρέπει να συνυπάρχει με μια όσο το δυνατόν πληρέστερη προσέγγιση στη σκέψη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου