Μα πώς είναι δυνατόν να θυμόμαστε τόσο καθαρά μερικά όνειρα; Να μη φεύγουν από το μυαλό με κανέναν τρόπο, σαν να έχουν βρει εκεί ένα απάγκιο που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν; Σαν τα κυνηγημένα ζώα… Ή, χειρότερα, σαν να σου επιτίθενται, όπως εκείνο το σπίτι.
Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη που έδινε την εντύπωση ότι το μάτι μου θα χανόταν μέσα της αν πλησίαζα να την κοιτάξω καλύτερα· ένα βάζο με αναγεννησιακά τριαντάφυλλα· δυο στήλες με σι ντι που υποψιαζόμουν ότι θα περιείχαν ανθολογίες τζαζ· μια σειρά από αφρικανικές μάσκες, ακουμπισμένες σ’ ένα ράφι πάνω στο τζάκι και δυο σπαθιά σταυρωτά στον τοίχο πάνω από αυτές· οι υπόλοιποι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες από οικεία πρόσωπα, αδύνατον όμως να τα κατονομάσω· φωτάκια που έπιαναν τη μια μεριά του σαλονιού, έτοιμα να ανάψουν σε στιγμές χαράς· ένα χαμηλό τραπέζι με τασάκια, αποξηραμένα φρούτα και αγαλματάκια που παρίσταναν αρχαίους θεούς· μια προθήκη με σερβίτσια, όλα στη θέση τους με μια προσήλωση που μου έδινε την εντύπωση ότι μπορεί κάποιος να τα είχε πάρει από το σπίτι μου σε μια ανήκουστα παλιά εποχή· ένας καναπές, ιδανικός για να τραβήξεις πάνω του κάποιον στην αγκαλιά σου ή να του δείξεις παλιές φωτογραφίες ή να του διαβάσεις τα πρώτα σου ποιήματα, εκείνα που καταχωνιάζεις από ντροπή και συστολή· στοίβες με βιβλία στο πάτωμα, κάτω από ένα μεγάλο τραπέζι· δυο ομπρέλες στην είσοδο, πίσω από την πόρτα· τρεις καρέκλες σκηνοθέτη στη σειρά, σαν για να καθίσουν πρόσκαιροι θεατές. Το όνειρο έδινε την εντύπωση μιας στιγμής που κρατούσε πολύ και παρέπαιε, αιωρούμενη μέσα σε μια απόκοσμη σιωπή. Κάτι προσπάθησα να πιάσω, ίσως ένα τριαντάφυλλο, αλλά ξύπνησα και το χέρι μου κρατούσε ακόμη σπασμωδικά τον άδειο αέρα.
Το ίδιο σπίτι, και μέσα του ήταν μια σκηνή θεάτρου με τρεις σειρές καθισμάτων και λίγο κόσμο. Μια γυναίκα, που ήξερα ότι έπρεπε να είναι μαζί μου, καθόταν στο τέλος της μεσαίας σειράς κι εγώ κάπου στη μέση της πρώτης. Είχε θυμώσει πολύ που επέλεξα μόνος μου εκείνη τη θέση χωρίς να τη ρωτήσω και, όταν την πλησίασα, δεν μου μιλούσε. Θέλησα να φύγω. Κάπου πέρα περνούσε ένας δρόμος και ξαφνικά το θέατρο έγινε τεράστιο και πρόσεξα ότι ο δρόμος το έκοβε στα δύο. Τον πλησίασα και τον ακολούθησα. Προχώρησα πολύ και παρατήρησα ότι τα αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα μου άδεια. Πού πήγαιναν και πού ήταν οι οδηγοί τους; Προχώρησα κι άλλο κι έφτασα ως το τέλος. Ήταν ένα κτίριο περίεργο, ογκώδες, απρόσωπο και μεταλλικό, έμοιαζε ανάρμοστο. Έκανα για κάποιο λόγο ανώφελα τον γύρο του και προσπάθησα να γυρίσω στο θέατρο. Όμως δεν υπήρχε θέατρο. Δεν υπήρχε ούτε δρόμος επιστροφής. Μόνο το σπίτι, άδειο. Άκουγα μια υπόκωφη βουή που σαν να με ρουφούσε και νόμισα πως ήταν η μόρα. Πανικοβλήθηκα και ξύπνησα κάθιδρος.
Και πάλι το σπίτι. Μια βαριά, ευχάριστη αντρική φωνή ακουγόταν τώρα από το ραδιόφωνο και στο βάθος μια ανοίκεια μουσική υπόκρουση. Ένας τετραψήφιος αριθμός μού τριβέλιζε το μυαλό, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί, ήξερα όμως πως κάπως σχετιζόταν με τον άγνωστο σε μένα άντρα που μιλούσε. Θέλησα να γράψω τον αριθμό στον αέρα με το δάχτυλο και γύρισα, σηκώνοντας το χέρι, προς ένα παράθυρο που έβλεπε προς τη δύση. Ήταν λίγο πριν το σούρουπο. Μια αόριστη φιγούρα βρισκόταν ανάμεσα σε μένα και σ’ έναν οργιαστικά πορφυρό ουρανό. Ήξερα ότι με κοιτάζει, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τα μάτια της κι ένιωσα μια στιγμιαία ανακούφιση. Ανάμεσα στη φιγούρα και τη φωνή που άκουγα ήξερα πως υπήρχε ένα ρολόι που σε λίγο θα χτυπούσε και θα έπεφτε το σκοτάδι. Τότε ένιωσα μια ανησυχία και γύρισα να κοιτάξω πίσω μου. Μια από τις φωτογραφίες στους τοίχους είχε αρχίσει να μεγαλώνει και να φωτίζεται από ένα χλωμό φως. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σαν από μια λαχτάρα και γνώριμη προσμονή για τον τρόμο που ήξερα ότι θα υλοποιούνταν από στιγμή σε στιγμή. Πλησίασα. Ήταν το πορτραίτο μιας νεαρής γυναίκας. Τα μάτια της με κοίταζαν γαλήνια και αδιάφορα αλλά, καθώς μεγάλωνε η εικόνα και πλησίαζε προς το μέρος μου, άρχιζαν ν’ αλλάζουν. Όταν έφτασε μπροστά μου η εικόνα, τα μάτια είχαν γεμίσει δαιμονική κακία, και τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά της γυναίκας έδειχναν μια γερασμένη μορφή. Τότε τα χείλη της ψιθύρισαν: «Πέθανε!»
Από τότε δεν ξαναείδα το πορφυρό της δύσης στα όνειρά μου, ούτε ξανάκουσα καμιά φωνή, ούτε ξαναείδα πορτραίτα, μου ήταν αρκετό όμως ότι το σπίτι αυτό δεν επρόκειτο να το επισκεφτώ ποτέ πια.
Ηλίας Οικονομόπουλος (2022)
(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου