Εικόνες μιας Αθήνας που δεν γνωρίσαμε· μια από τις πρώτες μεταφράσεις του Τολστόι· ανθολογίες διηγήματος και ποιήματος· η Παγκόσμια Μυθολογία, ένα από τα πρώτα βιβλία που έγραψε ο παππούς μου.
«Αλλ' αυτή η μάγισσα καλοκαιρινή νύκτα της Αθήνας με τους χρυσοκέντητους ουρανούς, τα φεγγάρια και τα ρεσιτάλ των αηδονιών δεν υπάρχει, αλλά μόνον ως νοσταλγική ανάμνησις του παλαιού Αθηναίου. Χάθηκε μέσα στους φωτοχειμάρρους του ηλεκτρικού που θαμπώνουν τα μάτια και εξαφανίζουν το μαγικό όραμα της αθηναϊκής αστροφεγγιάς. Το πολυτραγουδισμένο αθηναϊκό φεγγάρι δεν έμπλεκε τότε στα πολύφωτα των μαγαζιών και των κινηματογράφων και το φως του χυνόταν άχνη μελίχρυση και εξαΰλωνε κι αυτούς τους σωρούς των σκουπιδιών. Και στη μεταμεσονύκτια γαλήνη η Αθήνα φάνταζε τυλιγμένη σε χρυσοΰφαντα πέπλα. Και άρχιζε το παραμύθι, το όνειρο, το μαγικό ψέμα...
[...]
Ο μόνος ήχος που ετάρασσε καμμιά φορά τη βραδυνή ησυχία ήταν κάποιο τραγούδι με συνοδεία κιθάρας, που τραγουδούσε η ερωτευμένη νεότης.
[...]
Και τα μεν άσματα τα απηγόρευεν η Αστυνομία, όχι όμως και το ξενύχτι, που το προκαλούσε και το επέβαλλε άλλη ισχυρότερη δύναμις, το καθεβραδυνό ξελογιαστικό όραμα της αθηναϊκής νύχτας. Χρειαζόταν μεγάλη δύναμις για να αντισταθή κανείς και να ελευθερωθή από την ακατανίκητη γοητεία αυτής της μάγισσας. Αλλ' ο Αθηναίος δεν ξενυχτούσε για να πιή στην ταβέρνα ή για να παίξη. Ο παληός Αθηναίος ξενυχτούσε από αγάπη στη νύκτα. Ήταν ο μερακωμένος εραστής της. Τρεις καρέκλες για ξάπλωμα, ένας καφές, μια μπουκάλα νερό και φλυαρία μέχρι πρωίας».
Τίμος Μωραϊτίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου