Απεικόνιση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη από το έργο Η Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ
Θα μπορούσαμε ίσως να περιμένουμε ότι η έναρξη της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας -και κατ’ επέκτασιν και των ελληνικών γραμμάτων- θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από τον 14ο αιώνα στην κεντρική και στη βόρεια Ιταλία, λόγω του ότι υπήρχαν από τα αρχαία χρόνια κοινότητες Ελλήνων στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Ο λόγος που δεν έγινε αυτό είναι ότι η νότια Ιταλία δεν είχε γνωρίσει την οικονομική ανάπτυξη της υπόλοιπης χώρας και παρέμενε απομονωμένη, κι αυτό κράτησε πολλούς αιώνες. Υπήρξαν όμως περιπτώσεις όπου άνθρωποι μορφωμένοι ταξίδευαν στα βορειότερα της χώρας με διπλωματικές αποστολές. Κι εδώ έχουμε τα πρώτα σπέρματα διδασκαλίας των ελληνικών, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν με επιτυχία λόγιοι όπως ο Πετράρχης και ο Βοκάκιος.
Το 1342 ο Πετράρχης είχε την ευκαιρία να πάρει κάποια μαθήματα ελληνικών στην Αβινιόν από τον Βαρλαάμ, λόγιο, θεολόγο και μαθηματικό από την Σεμινάρα της Καλαβρίας, ο οποίος είχε φθάσει στην παπική έδρα της Αβινιόν το 1339 ως αντιπρόσωπος της ελληνικής αποστολής με σκοπό να μετάσχει στις διαπραγματεύσεις για την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Βαρλαάμ
Αλλά ο Βαρλαάμ, αν και σημαντικός θεολόγος, που θεωρείτο μάλιστα αυθεντία σε θέματα θεολογίας και λογικής, δεν είχε μεγάλες ικανότητες ως δάσκαλος. Τα μαθήματά του δεν φαίνεται ότι άφησαν ευχαριστημένο τον Πετράρχη, ο οποίος τότε είχε πολύ μεγάλη ανάγκη να διαβάσει τον Όμηρο. Όμως το 1359 παρουσιάστηκε για τον Πετράρχη μια δεύτερη ευκαιρία να διαβάσει τον επικό ποιητή, όταν συνάντησε τυχαία στην Πάδουα τον Λεόντιο Πιλάτο από την Καλαβρία, που διέθετε μεγάλη ελληνική μόρφωση και ήταν επιπλέον μαθητής του Βαρλαάμ. Εκείνη περίπου την εποχή θεωρείται ότι συζήτησε με τον Βοκκάκκιο την πιθανότητα να αποκτήσει μια μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δια χειρός Πιλάτου.
Ο Πιλάτος ήταν ένας Έλληνας λόγιος με αρκετή ελληνική παιδεία, σίγουρα περισσότερο ελληνική παρά λατινική, του οποίου η σημαντικότητα έγκειται στο γεγονός ότι ανέπτυξε σχέσεις και με τον Πετράρχη και με τον Βοκάκιο στην κατάλληλη στιγμή: Οι ελληνικές σπουδές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν σχεδόν άγνωστη. Χάρη στις προσπάθειες του Βοκάκιου πήρε την έδρα των ελληνικών στη Φλωρεντία το 1361, όπως έχουμε πει, η πρώτη έδρα τέτοιου τύπου που υπήρξε στην Ιταλία, και εκεί δίδαξε ελληνικά για δύο χρόνια. Ήταν δάσκαλος του Βοκάκιου, ο οποίος έμαθε κάπως καλύτερα ελληνικά από εκείνα που είχε μάθει ο Πετράρχης με τον Βαρλαάμ, αν και ούτε εκείνος έμεινε τελικά απόλυτα ευχαριστημένος από τη διδασκαλία του Καλαβρού. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν και στο γεγονός ότι τα λατινικά του Πιλάτου δεν ήταν πρώτης σειράς, αλλά και στο ότι υπήρχε μεγάλη έλλειψη δίγλωσσων λεξικών και άλλων διδακτικών βοηθημάτων.
Λεόντιος Πιλάτος
Τα κυριότερα έργα του είναι οι λατινικές μεταφράσεις του της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, έργα τα οποία συμπλήρωσε το 1362 με τη βοήθεια του ίδιου του περίφημου μαθητή του. Επρόκειτο για μεταφράσεις κατά λέξη, «σε ξηρότατο λατινικό πεζό λόγο», όπως αναφέρει ο Highet, οι οποίες δεν άφησαν ικανοποιημένους τον Πετράρχη και τον Βοκάκιο, αν και έγινε μεγάλη χρήση τους και από αυτούς, και από άλλους δυτικούς λογίους της εποχής εκείνης. Μάλιστα ο Σαλουτάτι αργότερα προσπάθησε ο ίδιος να βελτιώσει τα λατινικά του Πιλάτου. Ένα θετικό στοιχείο της εργασίας του Πιλάτου είναι ότι εμπλούτισε τις μεταφράσεις του με ερμηνευτικά σχόλια, που άντλησε κυρίως από αρχαίες και μεσαιωνικές πηγές, κάτι που άρεσε στον Βοκάκιο και τον προμήθευσε με υλικό για το βιβλίο του Genealogia deorum gentilium (Γενεαλογία των θεών), η πρώτη παρουσίαση των ελληνικών μύθων στην αρχική τους μορφή που έγινε στη Δύση, ένα βιβλίο που χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από τους φοιτητές.
Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα της μετάφρασης της Οδύσσειας του Πιλάτου. Στο ελληνικό πρωτότυπο (α΄ 1-3) διαβάζουμε:
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
Η μετάφραση στο παραπάνω εδάφιο του Λεόντιου, όπου φαίνεται πολύ ξεκάθαρα η κατά λέξη μετάφραση σε πρόζα και όχι σε ποιητικό κείμενο, έχει ως εξής:
virum mihi pande, Musa, multimodum, qui ualde multum
errauit, ex quo Troie sacram ciuitatem depredatus fuit;
multorum hominum uidit urbes et intellectum nouit,
Αλλά και στην περίπτωση της Ιλιάδας τα πράγματα ήταν περίπου τα ίδια. Έχουμε και εκεί λέξη προς λέξη μετάφραση. Ας δούμε το ελληνικό πρωτότυπο (Α΄ 1-3):
μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾿ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν...
Και η μετάφραση του Πιλάτου, όπου και πάλι διακρίνεται καθαρά η κατά λέξη μετάφραση που έχει γίνει:
iram cane dea Pelidae Achillis
pestiferam quae innumerabiles dolores Achivis posuit
multas autem robustas animas ad infermum antemisit...
Σε κάθε περίπτωση, η προσφορά και των δύο αυτών δασκάλων ήταν ανεκτίμητη. Άνοιξαν τον δρόμο σε ένα πεδίο σχεδόν άγνωστο μέχρι τότε και -κυρίως- προλείαναν το έδαφος για τον ερχομό στην Ιταλία, κατά τα τέλη του 14ου αιώνα, του μεγάλου Έλληνα δασκάλου και ουμανιστή Μανουήλ Χρυσολωρά.
Ηλίας Οικονομόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου