Του Νίκου Τσούλια
***Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Παιδείας Εγκώμιον.
Είναι η σημερινή λογοτεχνία παρακμιακή; Επηρεάζεται από το γενικότερο κλίμα της εποχής; Μπορεί μια δημιουργική λογοτεχνία να γίνει στοιχείο υπέρβασης της κρίσης; Τι πρέπει να υπηρετείται: η θεώρηση «η τέχνη για την τέχνη» ή το δόγμα της «στρατευμένης τέχνης» ή μήπως υπάρχει κάποια ενδιάμεση και πιο δημιουργική πορεία της τέχνης;
Δεν έχουμε δυνατότητα όχι για να απαντήσουμε αυτά τα ερωτήματα αλλά ούτε καν να θέσουμε το κατάλληλο πλαίσιο συζήτησης. Γιατί είναι ζητήματα που αφορούν το «Όλον» του πολιτισμού και του πνευματικού στερεώματος του ανθρώπου. Ωστόσο, αξίζει να τεθούν κάποιες σκέψεις με μοναδικό εργαλείο τη βιβλιοφιλία και τη φιλαναγνωσία, αν και αυτό δεν είναι αρκετό…
Πριν μερικά χρόνια ο εκδότης του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου μού είχε δώσει ένα βιβλίο λέγοντάς μου να το διαβάσω και να του πω την άποψή μου για την ποιότητα αυτού του βιβλίου – μυθιστορήματος. Με είχε μάλιστα προϊδεάσει λέγοντας ότι το έχουν ζητήσει για μεταφράσεις σ’ αρκετές χώρες και ότι έχει πουλήσει δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και με την οικονομική «σοδειά» αυτού του βιβλίου είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί άλλα βιβλία κλασικά που δεν πουλάνε παρά μόνο μερικές εκατοντάδες αντίτυπα σ’ όλη τη χώρα. Διάβασα το βιβλίο κάπως προκατειλημμένος, αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό θεώρησα ότι δεν άξιζε τον κόπο να του αφιερώσω το χρόνο του διαβάσματός μου. Το βιβλίο όμως είχε κάνει θραύση κυρίως εκ του γεγονότος ότι το «έπαιξε η τηλεόραση» σε σημαντικό βαθμό.
Προφανώς δεν μπορεί να θεωρηθεί (και μάλιστα μοναδικό) κριτήριο αξιολόγησης για ένα βιβλίο οι σχετικές πωλήσεις του. Υπάρχει μια απλή προσέγγιση προς τούτο. «Υπάρχουν τέσσερις τρόποι να ταξινομήσεις τη λογοτεχνική αξία και την εμπορικότητα: καλά βιβλία που πουλάνε˙κακά βιβλία που πουλάνε˙ καλά βιβλία που δεν πουλάνε˙ κακά βιβλία που δεν πουλάνε. Αυτοί είναι οι μοναδικοί τέσσερις συνδυασμοί και όλοι είναι δυνατοί» (1). Θεωρώ ότι υπάρχουν τελικά δύο ισχυρά κριτήρια για την ποιότητα ενός βιβλίου: α) η αντοχή του στο χρόνο και η ενδεχόμενη πορεία του για χαρακτηρισμό ως «κλασικού βιβλίου» και β) η αισθητική πνευματική πληρότητα και η πνευματική απόλαυση του αναγνώστη. Βέβαια για το δεύτερο κριτήριο τίθεται ένα άλλο ερώτημα: για ποιον αναγνώστη μιλάμε; Εδώ η προσωπική μου άποψη είναι για ότι αναφερόμαστε σ’ έναν αναγνώστη που έχει μια ουσιαστική μορφωτική παιδεία, που έχει ευρείες πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις.
Αν λάβουμε υπόψη μας όλα τα παραπάνω στοιχεία – που προφανώς είναι εν πολλοίς υποκειμενικά -, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το μεγάλο μέρος της σημερινής λογοτεχνικής γραφής της χώρας μας είναι πράγματι παρακμιακό. Και αυτό δεν αφορά την περίοδο της γενικής κρίσης αλλά και ένα μεγάλο μέρος της προ κρίσης περιόδου. Χωρίς να έχω καμιά δυνατότητα να οριοθετήσω το σημείο καμπής της λογοτεχνικής γραφής θεωρώ ότι από τη δεκαετία του 1990 και δώθε η εν λόγω γραφή εγκαταλείπει πολλά από τα ποιοτικά στοιχεία της και προσχωρεί στο γενικότερο κλίμα της εμπορευματοποίησης και του καταναλωτισμού.
Τα θέματα στα οποία εστιάζει η λογοτεχνία γίνονται όλο και πιο περιθωριακά, όχι με την έννοια των «οριακών» στοιχείων – που πάντα είναι πηγή δημιουργικότητας – αλλά των ελάχιστα σημαντικών. Και εδώ βέβαια ανακύπτει θέμα ορισμού της έννοιας του «σημαντικού», αλλά λάτρης ων της κλασικής παιδείας και λογοτεχνίας θεωρώ ότι η γραφή και το διάβασμα κάτι πρέπει να έχουν να «σου πουν», να αφηγηθούν κάτι που σε βοηθάει στην συναισθηματική καλλιέργεια, στην πνευματική ανάταση, στην ψυχική ευφορία, στην αυτογνωσία. Είναι η ζωή τόσο μικρή και τόσο ανεκτίμητη που δεν μπορείς να χάνεις το χρόνο σου απ’ εδώ και απ’ εκεί…
Εμφανίζομαι ως απόλυτος, αλλά θέλω να θέσω ένα ερώτημα. Δεν υπάρχουν βιβλία που όταν τα διαβάσουμε, λέμε στον εαυτό μας: Ε, και; Πέραν τούτου, κάθε βιβλίο επειδή είναι έκφραση του πνεύματος δεν σημαίνει ότι έχει κάτι να σου πει. Και ας μην ξεχνάμε ότι ένα βιβλίο μπορεί βλάψει το πνεύμα του ανθρώπου. Μέσα στα χώματα και στις λάσπες μπορείς να βρεις διαμάντια. Αυτά τα διαμάντια πρέπει να επιζητούμε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ είναι η μεγάλη πρόκληση. Ο λόγος είναι απλός. «Τα δημιουργήματα της τέχνης έχουν το χαρακτήρα της αιωνιότητας και του απολύτου και διαφεύγουν την κυριαρχία του νόμου της προόδου, όστις κρατεί εις την επιστήμη, την οικονομία, την τεχνική και άλλους κλάδους του πολιτισμού». (Ι. Συκουτρής)
(1) Μ. Άτγουντ (2005), Συνομιλώντας με τους νεκρούς, Αθήνα: Ωκεανίδα, σ. 116
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου