[...] Στο μεταξύ, μπροστά στα μάτια των ταξιδιωτών, ξεδιπλωνόταν τώρα ένας τετράπλατος ατέλειωτος κάμπος, κομμένος από μια αλυσίδα λόφους. Οι λόφοι αυτοί, στριμωγμένοι μεταξύ τους, έμοιαζαν να κοιτάζει ο ένας πάνω από την κορυφή του άλλου κι ενώνονταν σ' ένα οροπέδιο, που επεκτεινόταν στα δεξιά του δρόμου ως πέρα στον ορίζοντα και χανόταν στο μαβί άπειρο. Προχωρείς, προχωρείς και δε μπορείς να διακρίνεις ούτε πού αρχίζει ούτε πού τελειώνει αυτό το οροπέδιο... Ο ήλιος μόλις έριξε μια ματιά πίσω από την πόλη και, σιγά, χωρίς βιασύνη, βάρθηκε στη δουλειά του. Πρώτα, μακριά εκεί μπροστά, στο μέρος όπου ο ουρανός ενώνεται με τη γη, κοντά στους μικρούς λόφους και στον ανεμόμυλο, που από μακριά μοιάζει μ' έναν ανθρωπάκο που κουνάει τα χέρια του, γλιστράει πάνω στη γη μια πλατιά ζωηρόχρωμη κίτρινη λουρίδα. Ύστερα από λίγο μια παρόμοια λουρίδα έλαμψε πιο κοντά, γλίστρησε δεξιά κι έφτασε ως τους λόφους. Κάτι ζεστό άγγιξε τη ράχη του Γεγκόρουσκα. Μια λουρίδα φως, που έφτασε λαθραία πίσω από την άμαξα, χύθηκε πάνω σ' αυτή και στ' άλογα, πήγε ν' ανταμώσει άλλες λουρίδες όμοιές της, και, ξαφνικά, όλη η απέραντη στέπα, τινάζοντας πάνουθέ της το πρωινό μισόφωτο, χαμογέλασε και σπιθοβόλησε από δροσιά.
[...]
(Απόσπασμα από την περίφημη νουβέλα του Άντον Τσέχοφ Η στέπα, μετ. Σπύρος Σκιαδαρέσης, εκδ. Γράμματα 1979)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου