Ο νεαρός φίλος μας δεν βρισκόταν στους δρόμους του Παρισιού· αυτό το είχε συνειδητοποιήσει. Δεν ήταν εκεί, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έκανε να παραλληλίσει τα περιβάλλοντα. Ουρανός και φώτα, φώτα και ουρανός· όχι, δεν ήταν του Παρισιού. Ούτε κόκκινα φώτα, ούτε αμαρτωλά μπαρ, ούτε τύποι μποέμ, ούτε υπαίθριοι ζωγράφοι, ούτε εκείνο το ποτάμι μέσα στο οποίο έπεσε ο Ιαβέρης. Λοιπόν, όχι! Δεν ήταν στο Παρίσι. Ήταν απλά στην οδό Μαυρομματαίων και πήγαινε να σουρουπώσει.
Άναψε τσιγάρο περπατώντας κι ο καπνός σκορπίστηκε νευρικά καθώς πεταγόταν βίαια από την εκπνοή, έτσι που έμοιαζε σα να ’θελε ν’ αποδιώξει την ατμόσφαιρα. Σε κάποια καφετέρια ένας κύριος ανακάτευε το τσάι του. Βλαστήμησε καθώς, λίγο που χύθηκε, τον έκαψε. Ο νεαρός κοντοστάθηκε, πλησίασε διακριτικά κι έριξε μια ματιά. Το τσάι κοιτούσε τον κύριο με θράσος. Αυτός του ανταπόδωσε το βλέμμα κι ύστερα το εμβόλισε άγρια με ένα μπισκότο.
Σκέφτηκε ξαφνικά πως κάπου κοντά υπήρχε μια άρρωστη γυναίκα που γνώριζε· την έφερε στον νου του δίχως να ξέρει γιατί. Ήταν μέρες τώρα που ο θάνατος τής ψιθύριζε ντροπαλά ένα παιδικό τραγουδάκι κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια της το πρωί. Αυτή φώναζε τότε τη μικρή της κόρη και της παραπονιόταν ότι ο γαμπρός της δεν την προσέχει περισσότερο κι ότι το μαξιλάρι της δεν είναι ποτέ δροσερό.
Προχωρούσε τώρα βιαστικά. Σ’ αγαπώ, μανάρι μου, σκεφτόταν. Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ πολύ. Μπροστά του δύο κυρίες φράζανε το πεζοδρόμιο. Οι μάζες τους θλιβερά αδιαπέραστες. Στο διάολο! Και ξαφνικά οι δυο μάζες έγιναν μία κι αυτός προχώρησε σπρώχνοντας. Οι νέοι δεν έχουν σεβασμό σήμερα, έκρωξαν οι μάζες.
Τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν. Ανθρωπάκια καθισμένα αναπαυτικά στο τιμόνι, ματάκια αλεπουδίσια στο τιμόνι, χεράκια που λες κι ήταν φτιαγμένα αποκλειστικά για να χαϊδεύουν το τιμόνι. Έτρεχαν χωρίς να ξέρουν γιατί. Έτρεχε κι ο φίλος μας.
Αλλά αυτός ήξερε. Συγκεχυμένα βέβαια, αλλά ήξερε.
Φανταζόταν σπίτια. Κάποιο ζευγάρι φιλιέται σ’ έναν καναπέ. Οι ήχοι των φιλιών σπάζουν στον αέρα, πέφτουν χάμω κομματάκια κομματάκια, που ύστερα παραταγμένα αποχωρούν διακριτικά.
Σ’ ένα άλλο σπίτι, ένας διαρρήκτης γεμίζει βιαστικά τις τσέπες του. Ξαφνικά πέφτει φάτσα με φάτσα με τον ιδιοκτήτη. Βγάζει τα τσιγάρα του. «Να σας προσφέρω ένα;» τον ρωτάει. «Ευχαριστώ, έχω τα δικά μου». Καπνίζουν για λίγο σιωπηλοί. «Με συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας» λέει ο διαρρήκτης. «Παρακαλώ, χαίρομαι που μπόρεσα να σας φανώ χρήσιμος».
Ο νεαρός φυσικά όλα αυτά τα έχει υπόψη του. Δηλαδή, περίπου. Σ’ αγαπώ, σκέφτεται. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.
Να τη, κάθεται στο παγκάκι και τον περιμένει. Κάθεται κι αυτός δίπλα της. «Ξέρεις, τελειώσαμε» του λέει. Η χωρίστρα στη μέση τον κοιτάζει σαν τη μπούκα του κανονιού. «Μα σ’ αγαπώ». «Ναι, αλλά εγώ όχι».
Το ήξερε· μα και βέβαια το ήξερε. Είχε ήδη συμβεί τη στιγμή που φύσηξε άγρια τον καπνό του τσιγάρου του κι η ατμόσφαιρα γύρω του βόγκηξε. «Θα μείνουμε φίλοι;» «Φυσικά».
..........................................................
Έναν χρόνο αργότερα διάφορες φλύαρες κυρίες συνέχισαν να του φράζουν τον δρόμο, αμέτρητοι άνθρωποι συνέχισαν να ερωτοτροπούν με τα τιμόνια τους, κύριοι να χύνουν το τσάι τους, γυναίκες να πεθαίνουν γκρινιάζοντας, ζευγάρια να φιλιούνται απρόσεκτα, διαρρήκτες να ψιλοκουβεντιάζουν με τους ιδιοκτήτες, κι όλα αυτά να μη συμβαίνουν στο Παρίσι.
Κι εκείνη συνέχιζε να λείπει.
Ηλίας Οικονομόπουλος
(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου