Φταίει ο έρωτας
«Ποια είναι η οφειλή σας προς την τράπεζα;» ρώτησε η πρόεδρος του πταισματοδικείου.
«Τρία εξακόσια» απάντησε ο νεαρός.
«Και ποιος είναι ο λόγος της ασυνέπειας σας ως προς την καταβολή των δόσεων;»
«Η ανεργία, κυρία πρόεδρος. Όταν πήρα το δάνειο δούλευα, λίγο αργότερα όμως έμεινα άνεργος κι έκτοτε δεν στάθηκα τυχερός. Μερικά μεροκάματα δεξιά κι αριστερά ίσα που μου εξασφαλίζουν τ’ απαραίτητα».
«Δεν έχετε γονείς οι οποίοι μπορούν να σας στηρίξουν;»
«Οι γονείς μου ζουν στο χωριό…»
«Δεν μας ενδιαφέρει πού ζουν, μόνο αν μπορούν να σας στηρίξουν».
«Δεν το ξέρουν» ψιθύρισε ο άντρας σκύβοντας το κεφάλι.
«Πιο δυνατά παρακαλώ, δεν ακούγεστε!»
«Δεν το ξέρουν!» επανέλαβε σαν να ζητούσε βοήθεια.
Η πρόεδρος, μια πενηντάρα με πρόσωπο σημαδεμένο από το βάρος των ανθρώπινων δραμάτων που εξελίσσονταν σε καθημερινή βάση μπροστά της, τον κοίταξε προσεκτικά.
«Είναι δικαίωμα σας φυσικά τι κοινοποιείτε και τι όχι, αλλά μήπως…»
Το μυαλό του έτρεξε στους γονείς του στο χωριό. Όσο δούλευε -κι έβγαζε αρκετά-, είχε προσπαθήσει να τους προσφέρει μερικά από τα περιττά που κάνουν τη ζωή ομορφότερη, όμως δεν δέχθηκαν ποτέ το παραμικρό. «Μην ξοδεύεις τα λεφτά σου για μας, εμείς έχουμε συνηθίσει να ζούμε με τα λίγα, δεν μας κακοφαίνεται. Εσύ να κοιτάξεις να ευχαριστηθείς, να γλεντήσεις τώρα που ‘σαι νέος!» Αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η μοναδική τους χαρά ήταν η δική του καλοζωία, δεν θα τους κέρναγε την πίκρα της διάψευσης.
«Όχι» αντέτεινε αποφασιστικά.
«Όπως νομίζετε» έκλεισε η πρόεδρος την προοπτική. «Ωστόσο» συνέχισε, «το δάνειο σας είναι καταναλωτικό. Τι σας οδήγησε στη λήψη ενός τέτοιου δανείου;»
Το κεφάλι του γύρισε προς τα πίσω. Εκεί, στις πρώτες θέσεις του ακροατηρίου, ένα πρόσωπο νεανικό, με σγουρές, ατίθασες, κόκκινες μπούκλες και πεταχτούς κυνόδοντες, του χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Ένα πρόσωπο που κυριάρχησε στη ζωή και στην καρδιά του, από την πρώτη στιγμή που τ’ αντίκρισε.
«Ο έρωτας!» αποκρίθηκε μ’ ειλικρίνεια. «Ήθελα να της προσφέρω κάτι μοναδικό όσο εκείνη. Ήθελα να μας προσφέρω μια ανεπανάληπτη ανάμνηση». Και πράγματι, η λευκή άμμος, τα σμαραγδένια νερά, η αιώρα στην παραλία απ’ όπου αγκαλιασμένοι παρακολουθούσαν τον απέραντο ορίζοντα ν’ αλλάζει χρώματα, το ατμοσφαιρικό μπανγκαλόου με την αχυρένια σκεπή στηριγμένο σε πασσάλους πάνω στη θάλασσα, η μαγεία που τους περιέβαλε το κάθε λεπτό, είχε εκτοξεύσει τον έρωτα τους σε άλλη διάσταση. Οι πρωτόπλαστοι στον παράδεισο! Ανατρίχιασε ολόκληρος βέβαιος πως αυτή την εμπειρία θα τη θυμόταν μέχρι τα βαθιά του γεράματα και καθόλου, μα καθόλου, δεν μετάνιωνε παρά την απρόσμενη εξέλιξη του θέματος.
«Γίνετε πιο σαφής παρακαλώ» τον επανέφερε η φωνή της προέδρου.
«Ένα ταξίδι στις Μαλδίβες εξυπηρέτησε το δάνειο. Πήρα το κορίτσι μου και το πήγα ένα ταξίδι στις Μαλδίβες».
Τόσο απλά! Ο έρωτας τα κάνει να δείχνουν όλα απλά. Η πρόεδρος αναθυμήθηκε τον άντρα της, «κορίτσι μου» την έλεγε κι αυτός. Δικηγόρος ήταν, εδώ, στις αίθουσες των δικαστηρίων τον είχε γνωρίσει, τον είχε ερωτευτεί, τον είχε παντρευτεί αργότερα. Έσφυζε από ζωή κι αυθορμητισμό, σε αντίθεση με την ίδια που ήταν σε όλα της μετρημένη. Κι αν η έντονη παρουσία του δεν κατάφερνε να την παρασύρει συχνά εκτός των ορίων της, τη γέμιζε μ’ απέραντη χαρά όμως. Αισθανόταν τυχερή που τον είχε. Έμπαινε φουριόζος στο γραφείο της μ’ ένα σωρό προτάσεις κατά νου. «Άστα όλα και πάμε!» Του έδειχνε χαμογελώντας τη στοίβα με τους υπό διεκπεραίωση φακέλους. «Ποτέ δεν τελειώνει η δουλειά, η ζωή τελειώνει. Παράτα τα όλα και πάμε να χαρούμε!» Δεν πήγαινε, τις περισσότερες φορές δεν πήγαινε. Κι η ζωή τέλειωσε. Απόμεινε μόνη, να θρηνεί για όσα δεν έδωσε την ευκαιρία να μοιραστούν. «Ήθελα να μας προσφέρω μια ανεπανάληπτη ανάμνηση» είχε πει ο νεαρός κάνοντας την καρδιά της να σταματήσει. Στις δικές της αναμνήσεις ανεπανάληπτα δεν υπήρχαν. Κυριαρχούσε το καθήκον, ένα καθήκον που εξόντωσε τη ζωή τελικά. Θα ‘θελε να φωνάξει «μπράβο» στο νεαρό άντρα που είχε απέναντι της, «καλά έκανες! Νερό η ζωή, κυλά και χάνεται. Στοίβαξε αναμνήσεις μ’ όποιο τρόπο μπορείς. Ζήσε τον έρωτα σου όσο πιο έντονα μπορείς!» Θα ‘θελε να τον επαινέσει, να τον απαλλάξει, θα ‘θελε…
«Κυρία πρόεδρος, με παρακολουθείτε;»
Κοίταξε τη νεαρή με το κουστούμι που εκπροσωπούσε την τράπεζα. Το ύφος της είχε την έπαρση των νικητών, ήταν με την πλευρά των δυνατών και το ‘ξερε. Έπειτα έριξε μια ματιά στο νεαρό με το τζιν και στην κοπέλα με το φλοράλ φόρεμα που καθόταν στο ακροατήριο. Θα ‘θελε να μπορούσε να μαντέψει αν η αγάπη τους θ’ άντεχε το μετά, το μετά την τιμωρία, αν και το μέσα της έλεγε πως θ’ άντεχε. Οι ατίθασοι συνήθως αντέχουν, κι ίσως είναι η επίγνωση της αντοχής που τους δίνει την τόλμη να πηγαίνουν κόντρα στη λογική.
«Κυρία πρόεδρος, με παρακολουθείτε;» επανέλαβε η παγωμένη φωνή. Έγνεψε καταφατικά. «Εκ μέρους της τραπέζης…»
Αναστέναξε βαριεστημένα. Από το έδρανο της παρήλαυναν ένα σωρό άνθρωποι, δυστυχισμένοι οι περισσότεροι. Άνθρωποι που γι’ αλλού είχαν ξεκινήσει και αλλού η ζωή τους είχε βγάλει. Πρώτη φορά όμως υπαίτιος γι’ αυτό ήταν ο έρωτας! Και πώς να τον δικάσει…
(Από τη συλλογή διηγημάτων της Νούλης Τσαγκαράκη Ένας από μας, εκδόσεις Πνοή 2017. Το διήγημα είναι ευγενική παραχώρηση προς δημοσίευση στο ιστολόγιο από τη συγγραφέα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου