Το σχολείο φοίτησης του πατέρα μου, φωτογραφία περίπου του 1920
Αθήνα, 100 χρόνια πριν.
(Ακόμα μερικά αποσπάσματα από τις ανέκδοτες αναμνήσεις του πατέρα μου, που γράφτηκαν το 1973. Τα συγκεκριμένα αναφέρονται στις αρχές της δεκαετίας του '20).
«Γύρω στα 1921 μέναμε στα Πατήσια κοντά στη Αγία Ζώνη και στην οδόν Μυτιλήνης. Η οικογένειά μας αποτελείτο από τον πατέρα μας [...], τον μεγαλύτερο αδελφό μου που πήγαινε τότε στο Γυμνάσιο, την μικρότερη αδελφή μας και τον γράφοντα.
Στα 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και έφυγε για τη Γαλλία. Τον διαδέχθηκαν οι αντιβενιζελικοί (Βασιλόφρονες) με επικεφαλής τον Δημήτριον Γούναρην. Συμπλοκές και αιματηρά γεγονότα συνέβησαν τότε στην Αθήνα [...] Ένα από τα θύματα των λυπηρών εκείνων γεγονότων ήταν κι ο μακαρίτης πατέρας μου, που τον χτύπησαν με σιδερένιο λοστό στο κεφάλι γιατί ήταν γνωστός βενιζελικός και έγραφε στην εφημερίδα "Πατρίς" [...]
Μέσα στον ίδιο χρόνο πέθανε και η γιαγιά μας από τον πατέρα μας, που έμενε με την ανύπαντρη μοναχοκόρη της και θεία μας σ' ένα δωμάτιο στην οδόν Ιπποκράτους 114 μεταξύ των οδών Βασιλείου Βουλγαροκτόνου και Κομνηνών. Τότε ο πατέρας μας μάς πήγε και κάτσαμε σ' αυτό το σπίτι μαζί με την αδελφή του που είχε μείνει πια μόνη της στον κόσμο. Έτσι αποτελέσαμε μία καινούργια οικογένεια που την ανέλαβε εκείνη.
Στην παλιά Αθηναϊκή εποχή η ζωή ήταν δύσκολη, ο πατέρας μας έγραφε μέρα και νύχτα στις εφημερίδες, στα περιοδικά και σε μεταφράσεις γαλλικών μυθιστορημάτων που κυκλοφορούσαν τότε σε φυλλάδια καθημερινά της δραχμής, για να μπορέσει να μας μεγαλώσει. Η αμοιβή όμως των ανθρώπων των γραμμάτων σε εκείνα τα χρόνια ήταν μηδαμινή, δεν έφτανε ούτε για το νοίκι ούτε για το φαγητό! Τότε αποφάσισα να δουλέψω και να πηγαίνω τη νύχτα στο σχολείο. Είμουνα πολύ μικρός, μόλις 13 χρόνων [...] Η μητέρα μας είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια κι ο πατέρας μας ώσπου να μας φέρει σ' αυτή την ηλικία εμαρτύρησε, γιατί ήταν υποχρεωμένος να μας μαγειρεύει, να μας πλένει και να μας ξεβρωμίζει, ενώ συγχρόνως έπρεπε να γράφει για να εξοικονομεί λίγα λεπτά. Έπρεπε λοιπόν να τον βοηθήσω.
Με το ενδεικτικό που είχα της Γ' τάξεως του Ελληνικού Σχολείου γράφτηκα στην Νυκτερινή Εμπορική Σχολή του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών και την ημέρα δούλευα διπλώνοντας φυλλάδια στον εκδοτικό οίκο Αντωνίου Σαραβάνου και Γεωργίου Στεφάνου. Εκεί στην οδόν Παπαρρηγοπούλου 7, απέναντι από την πλατεία Κλαυθμώνος, ήταν τα γραφεία και δίπλα το τυπογραφείο της "Ακροπόλεως" [...]
Τα μεσημέρια διακόπταμε τη δουλειά και πηγαίναμε στα σπίτια μας για φαΐ. Συνεχίζαμε το απόγευμα ως το βράδυ [...] Το βράδυ, μόλις σχολάγαμε από τη δουλειά, πήγαινα κατ' ευθείαν στο σχολείο, που ήταν πίσω από τη Μητρόπολη. Το μάθημα άρχιζε στις 8 και τελείωνε στις 10. Μετά έπαιρνα το τραμ το 10 που ερχόταν από τον Βοτανικό στις δέκα και είκοσι για τελευταία διαδρομή στο τέρμα Ιπποκράτους και πήγαινα στο σπίτι μου.
Το σπίτι αυτό ήταν υπόγειο, με ένα δωμάτιο και μια κουζίνα. Εκεί λοιπόν στην κουζίνα έτρωγα το βραδυνό μου και μετά έγραφα και διάβαζα με τη λάμπα του πετρελαίου μέχρι τις 12.30 τα μεσάνυχτα. Έπειτα κοιμόμουνα σε στρώμα που ήταν στρωμένο κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας, γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος για ύπνο. Στο μονάκριβο δωμάτιο κοιμόντουσαν 4 άτομα, ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, η αδελφή μου και η θειά μου». [...]
Χριστόδουλος Οικονομόπουλος (1973)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου