Γενικά
Το Pervigilium Veneris (το ξενύχτι της Αφροδίτης) είναι ένα λατινικό ποίημα αβέβαιης χρονολογίας, που κατά καιρούς έχει θεωρηθεί ότι γράφτηκε τον 2ο, τον 3ο, τον 4ο ή τον 5ο αιώνα μ. Χ. Σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές συγκλίνουν στην άποψη ότι γράφτηκε κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα. Το ποίημα ήταν άγνωστο κατά τον Μεσαίωνα και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1577 από τον M. Pithou σε πολύ λίγα αντίτυπα, τα οποία προόριζε ο εκδότης για ανάγνωση και πιθανή βελτίωση του κειμένου από τους ουμανιστές της εποχής. Το ποίημα σώζεται συνολικά σε τέσσερα χειρόγραφα, από τα οποία το πιο γνωστό και παλαιό είναι ο Κώδικας Salmasianus.
Αβέβαιος είναι και ο συγγραφέας του έργου, που δεν μνημονεύεται σε κανένα από τα τέσσερα αυτά χειρόγραφα. Είχε προταθεί αρχικά ο Κάτουλλος, για να αποκλειστεί γρήγορα λόγω της πολύ πρώιμης χρονολογίας που θα συνεπαγόταν αυτή η επιλογή. Αργότερα προτάθηκε ο Φλώρος, γνωστός ποιητής και ρήτορας της εποχής του Τραϊανού και του Αδριανού, για τον λόγο ότι είχε συνθέσει ένα μικρό ποίημα για τα τριαντάφυλλα και για το ότι προτιμούσε το τροχαϊκό μέτρο, δηλαδή το μέτρο στο οποίο είναι, όπως θα δούμε, γραμμένο το ποίημα. Όμως η επιλογή του Φλώρου θεωρείται επίσης αδύναμη από τη μεγάλη πλειοψηφία των ερευνητών. Άλλες προτάσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς είναι για τον Νεμεσιανό, τον Καλπούρνιο Σίκουλο, τον Τιβεριανό, κ.ά., για τον τελευταίο κυρίως λόγω της ομοιότητας που υπάρχει με το ποίημά του Amnis ibat.
Μορφολογικά το ποίημα αποτελείται από 93 στίχους οι οποίοι είναι κατανεμημένοι σε δέκα στροφές άνισου μεγέθους, και των οποίων προηγείται η επωδός Cras amet qui numquam amavit; quique amavit cras amet (Ας αγαπήσει αύριο όποιος δεν αγάπησε ποτέ· κι όποιος αγάπησε, αύριο ας αγαπήσει). Το μέτρο είναι ρυθμοτονικό και όχι προσωδιακό, και συγκεκριμένα πρόκειται για τον τροχαϊκό σεπτενάριο.
Το μέτρο και ο ρυθμός του ποιήματος διακρίνονται από μια τελειότητα και μια ισορροπία, που καθιστούν το ποίημα αυτό ένα από τα αρτιότερα σε τεχνική έργα της λατινικής λογοτεχνίας. Σε ένα μεγάλο μέρος του έργου ο δυναμικός τονισμός είναι σε αρμονία με τον προσωδιακό που θα υπήρχε αν το ποίημα ανήκε σε παλαιότερη περίοδο της γλώσσας, και έτσι μπορούμε να πούμε πως γεφυρώνει με επιτυχία δύο διαφορετικές γλωσσικές περιόδους της λατινικής. Οι εικόνες της φύσης είναι γοητευτικές, «σχεδόν κάπως αρωματικές», όπως αναφέρει ο Bieler, με μεγάλη τεχνική και σίγουρη για τον εαυτό της. Ο ποιητής είναι άνθρωπος καλλιεργημένος, που γνωρίζει καλά τι κάνει. Η γλώσσα του είναι πλούσια, κομψή και ηχηρή, ο στίχος παρουσιάζει ιδιαίτερα μελωδική ποικιλία και το λεξιλόγιο είναι πλούσιο, γενικά κλασικό (αν και υπάρχουν και κάποια χαρακτηριστικά της λαϊκής λατινικής), μουσικό και ποικίλα στολισμένο με χρώματα και φως. Οι εικόνες ακόμα που δίνει είναι οι κατάλληλες για την περίσταση. Όλα αυτά, καθώς και το γεγονός ότι δίνει έμφαση στην παρουσίαση του φυσικού κόσμου μέσα από έναν γραφικό ρεαλισμό, καθιστούν το ποίημα μοναδικό.
Το Pervigilium Veneris είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ποιήματος της Αρχαιότητας σχετικό με την άνοιξη, ένα ποίημα που αρχίζει με το κελάηδισμα των πουλιών και καθαγιάζεται μέσα από τη λαμπρότητα και τη φωτεινότητα των λουλουδιών και τη λατρεία για την εποχή αυτή του χρόνου. Είναι ένα έργο που βρίσκεται απολύτως στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αρχαία και τη μεσαιωνική λογοτεχνία. Η παρουσίαση των συναισθημάτων του ποιητή, όπως και η σύνδεση φύσης και έρωτα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθιστούν το ποίημα πρόδρομο της λυρικής ποίησης του Μεσαίωνα, όπως τα Carmina Burana, αλλά και της ποίησης των νεώτερων χρόνων.
Τα ερωτικά Carmina Burana είναι εύκολο να δει κανείς πως έχουν επηρεαστεί από το Pervigilium Veneris ή τουλάχιστον από παρόμοια λατινικά ποιήματα. Ο ρυθμός τους και το μέτρο έχουν εμφανείς συγγένειες με το αρχαίο ποίημα, όπως και οι αναφορές στη μυθολογία, η γλυκύτητα και κομψότητα του ύφους τους, και, κυρίως η σύνδεση φύσης και έρωτα που γίνεται σε αυτά. Υπάρχει στα Carmina μια απενοχοποίηση του έρωτα πρωτόγνωρη, που θυμίζει κάτι από την εποχή του παγανισμού. Ο έρωτας πια «θεωρείται πράξη σωστή και αναγκαία, προκειμένου η φύση να διαιωνίζεται στις μορφές και τα είδη της». Η φύση στα Carmina είναι γλυκιά, δεν είναι εχθρική ούτε μυστηριώδης. Είναι απαραίτητο στοιχείο της διαιώνισης, σύντροφος των εραστών και σύνδεσμος σώματος και πνεύματος. Και πάνω απ’ όλα η άνοιξη, πανταχού παρούσα ως η κατ’ εξοχήν εποχή του έρωτα, «εποχή της άνθησης της φύσης, του κελαηδήματος των πουλιών, της μεγάλης μέρας και τη μικρής νύχτας». Οι goliardi λατρεύουν εξίσου και τον έρωτα και τη φύση γιατί και τα δύο τους οδηγούν στην απελευθέρωση του πνεύματος.
Το Pervigilium Veneris γράφτηκε κατά πάσαν πιθανότητα για να τραγουδηθεί την παραμονή κάποιας γιορτής που θα γινόταν για την Αφροδίτη στην αρχή της άνοιξης, μιας γιορτής αφιερωμένης στον έρωτα που θα κρατούσε τρία μερόνυχτα. Το ίδιο το ποίημα μας ενημερώνει ουσιαστικά γι’ αυτό μέσα από την περιγραφή του τοπίου της Σικελίας, την περιγραφή της ίδιας της γιορτής και την αναφορά στη διάρκειά της. Η ίδια η επωδός είναι ένα δείγμα ότι προοριζόταν να τραγουδηθεί από ομάδα κοριτσιών.
Έχει θεωρηθεί κατά καιρούς πιθανόν ότι το Pervigilium Veneris σχετίζεται με τα Veneralia, αρχαία ρωμαϊκή γιορτή που γιορταζόταν κάθε 1η Απριλίου και για τρεις ημέρες προς τιμήν της θεάς Venus Verticordia, δηλαδή «η Αφροδίτη που αλλάζει τις καρδιές», και της Fortuna Virilis, δηλαδή η «Ανδρεία Τύχη». Ωστόσο, υπάρχουν σε αυτό ορισμένες αντιρρήσεις, όπως π.χ. το ότι τα Veneralia ήταν αστική γιορτή, κάτι που έρχεται σε σφοδρή αντίθεση με το περιβάλλον του έργου. Επίσης έχει υποστηριχθεί πως μόνο δύο στοιχεία του ποιήματος έχουν σχέση με τη γιορτή όπως μας την παραδίδει ο Οβίδιος: η μυρτιά με την οποία πρέπει να στεφανωθούν οι κοπέλες που συμμετέχουν στη γιορτή, και τα φρέσκα τριαντάφυλλα που πρέπει, πάντα σύμφωνα με τον Οβίδιο, να προσφερθούν στη θεά. Όπως και να έχει, η γιορτή που περιγράφεται στο ποίημα, δεν μπορεί παρά να είναι παρεμφερής με τα Veneralia.
Υπάρχει, τέλος, και μια διαφορετική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, παρά το ότι το ποίημα μοιάζει, όπως λένε οι Kenney και Clausen, με τελετουργικό ύμνο πομπής για τη γιορτή της Αφροδίτης, μπορεί απλώς να πρόκειται για καθαρά λογοτεχνικό έργο και να μην έχει τραγουδηθεί ποτέ σε κάποια συγκεκριμένη τελετή. Σε αυτήν την τελευταία εκδοχή συντείνουν η επιτηδευμένη σε μεγάλο βαθμό ομορφιά του έργου, η αρτιότητα συγγραφής του και οι αναφορές στην κλασική αρχαιότητα.
Το έργο
Από την αρχή μέχρι το τέλος στο ποίημα αυτό υμνείται η φύση και ο έρωτας. Η φύση είναι το σκηνικό που μέσα του γεννιούνται και υπάρχουν τα πάντα, κι ο έρωτας είναι η φυσική έλξη αλλά και ο θεός που την προσωποποιεί. Η ίδια η Αφροδίτη είναι καρπός και έρωτα και φυσικής διαδικασίας. Γεννιέται από θεούς, αλλά και από τον αφρό των κυμάτων. Από το σημείο αυτό και μετά, κάθε χρόνο η φύση ξυπνάει την άνοιξη και γιορτάζει τη γέννηση της Αφροδίτης ξανά και ξανά.
Ας δούμε το έργο:
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Ver novum, ver iam canorum; vere natus orbis est,
vere concordant amores, vere nubunt alites,
et nemus comam resolvit de maritis imbribus.
Cras amorum copulatrix inter umbras arborum 5
implicat casas virentis de flagello myrteo,
cras Dione iura dicit fulta sublimi throno.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Το ποίημα αρχίζει, όπως έχουμε πει, με την επωδό, η οποία προτρέπει τους πιστούς της Αφροδίτης να αγαπήσουν αύριο, την πρώτη κιόλας μέρα της γιορτής της.
Αυτό το πρώτο κομμάτι του ποιήματος μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη, από τρεις στίχους το κάθε ένα, όπου στο πρώτο παρουσιάζεται η άνοιξη και στο δεύτερο η ίδια η θεά. Στην πρώτη αυτή στροφή του ποιήματος τοποθετείται ο αναγνώστης στον αφηγηματικό χρόνο του έργου, δηλαδή την άνοιξη, και στον αφηγηματικό του τόπο, το δάσος με τις μυρτιές. Η επαναλαμβανόμενη αναφορά στη λέξη «άνοιξη» (ver) τονίζει όχι μόνο τη σημασία της εποχής, μα και δίνει από την πρώτη κιόλας στιγμή στο ποίημα τη δύναμη των λέξεων με την οποία είναι προικισμένο, καθώς και μια λυρικότητα που το προσεγγίζει στον ύστερο μεσαίωνα. Μέσα από αυτήν την επανάληψη δίνεται πολύ παραστατικά και υποβλητικά η αναγγελία του ερχομού της άνοιξης. Η φύση παρουσιάζεται προσωποποιημένη (nubunt alites, nemus comam resolvit, de flagello myrteo), έτοιμη για τη μεγάλη αυριανή γιορτή. Και πανταχού παρούσα η Αφροδίτη, αυτή που ενώνει τους έρωτες (amorum copulatrix) και θέτει τους κανόνες (cras Dione iura dicit).
Tunc cruore de superno spumeo Pontus globo
caeruleas inter catervas, inter et bipedes equos 10
fecit undantem Dionen de marinis imbribus.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Κι είναι πραγματικά η αυριανή μέρα πολύ μεγάλη, αφού αυτή είναι η μέρα της γέννησης της Αφροδίτης. Και οι δύο διηγήσεις για τη γέννησή της, αυτή του Ομήρου κι αυτή του Ησίοδου, είναι παρούσες στη δεύτερη στροφή. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η θεά είναι κόρη της Διώνης, λέξη που απλώς σημαίνει «θεά» (θηλυκό του «Δία»), γι’ αυτό και αποκαλείται Διώνη πολλές φορές και η ίδια. Πιο γνωστή η ιστορία του Ησίοδου, σύμφωνα με την οποία η Αφροδίτη εμφανίστηκε ως Αναδυομένη από την θάλασσα, γεννημένη από τον αφρό των κυμάτων.
Ipsa gemmis purpurantem pingit annum floridis,
ipsa surgentes papillas de Favoni spiritu
urget in nodos tepentes; ipsa roris lucidi, 15
noctis aura quem relinquit, spargit umentis aquas.
Emicant lacrimae trementes de caduco pondere;
gutta praeceps orbe parvo sustinet casus suos.
En! pudorem florulentae prodiderunt purpurae.
Umor ille, quem serenis astra rorant noctibus, 20
mane virgineas papillas solvit umenti peplo.
Ipsa iussit mane nudae virgines nubant rosae;
facta Cypridis de cruore deque Amoris osculis
deque gemmis deque flammis deque Solis purpuris,
cras ruborem, qui latebat veste tectus ignea, 25
unico marita nodo non pudebit solvere.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Σε αυτό το κομμάτι, που ακολουθεί αμέσως μετά την γέννηση, περιγράφονται οι δυνάμεις της θεάς. Είναι αυτή που ζωγραφίζει με χρώματα την καινούρια εποχή (ipsa gemmis purpurantem pingit annum floridis) κι αυτή που ποτίζει με δροσιά το δάσος (ipsa roris lucidi, /noctis aura quem relinquit, spargit umentis aquas). Πολύ εμπνευσμένη η Τρίτη στροφή του ποιήματος, όπου περιγράφεται το ξύπνημα της φύσης με τις εξαιρετικής ομορφιάς εικόνες της πρωινής δροσιάς και του παρθενικού παντρέματος του άνθους του ρόδου, που είναι το άνθος του έρωτα (Ipsa iussit mane nudae virgines nubant rosae, cras ruborem, qui latebat veste tectus ignea, /unico marita nodo non pudebit solvere).
Έχουμε και σε αυτή τη στροφή προσωποποιήσεις των φυσικών στοιχείων, με ερωτικά υπονοούμενα (ipsa surgentes papillas de Favoni spiritu /urget in nodos tepentes) και, φυσικά, το πάντρεμα των ρόδων που αναφέραμε πιο πάνω.
Ipsa nymphas diva luco iussit ire myrteo;
it puer comes puellis, nec tamen credi potest
esse Amorem feriatum, si sagittas vexerit. 30
Ite, nymphae, posuit arma, feriatus est Amor!
Iussus est inermis ire, nudus ire iussus est,
neu quid arcu neu sagitta neu quid igne laederet.
Sed tamen, nymphae, cavete, quod Cupido pulcher est;
totus est in armis idem quando nudus est Amor. 35
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Η στροφή αυτή μας εισάγει στο κύριο μέρος του έργου, το οποίο αναφέρεται σε αυτήν καθ’ εαυτής τη γιορτή, όπου από την αρχή κιόλας εμφανίζονται τα δύο σημαντικότερα πρόσωπα του έργου: η Αφροδίτη και ο Έρωτας. Η θεά είναι η ηγέτιδα δύναμη και δίνει από την πρώτη κιόλας στιγμή την κατεύθυνση που πρόκειται να πάρει η γιορτή, προστάζοντας τις Νύμφες να πάνε στο δάσος που γίνεται η γιορτή (ipsa nymphas diva luco iussit ire myrteo) και τον Έρωτα να πάει κι αυτός μαζί τους, αλλά άοπλος, χωρίς τα βέλη του (iussus est inermis ire, nudus ire iussus est), ώστε να είναι ακίνδυνος. Αλλά ακόμη κι έτσι, ο Έρωτας είναι Πόθος, και είναι όμορφος, οπότε η θεά δίνει εντολή στις Νύμφες να φυλάγονται (sed tamen, nymphae, cavete, quod Cupido pulcher est) και τις προειδοποιεί πως ακόμη και χωρίς τα όπλα του, γυμνός, ο Έρωτας εξακολουθεί να είναι πάνοπλος (totus est in armis idem quando nudus est Amor).
Conpari Venus pudore mittit ad te virgines;
una res est quam rogamus: cede, virgo Delia,
ut nemus sit incruentum de ferinis stragibus,
et rigentibus virentes ducat umbras floribus 40
ipsa vellet te rogare si pudicam flecteret;
ipsa vellet ut venires, si deceret virginem.
Iam tribus choros videres feriatis noctibus
congreges inter catervas ire per saltus tuos,
floreas inter coronas, myrteas inter casas. 45
Nec Ceres, nec Bacchus absunt nec poetarum deus;
detinenda tota nox est, pervigilanda canticis;
regnet in silvis Dione, tu recede Delia!
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Οι παραπάνω στίχοι είναι λέξεις που μπαίνουν στο στόμα των παρθένων ή των Νυμφών στις οποίες γινόταν αναφορά στην αμέσως προηγούμενη από αυτήν στροφή, οι οποίες απευθύνονται στη θεά Άρτεμη και της λένε να εγκαταλείψει το δάσος της Αφροδίτης και να το αφήσει σ’ αυτές (cede, virgo Delia), αφού η δουλειά της Αρτέμιδας είναι το κυνήγι και δε θα έπρεπε να γεμίσει το δάσος με αίμα αυτές τις γιορτινές νύχτες (ut nemus sit incruentum de ferinis stragibus). Της λένε για να την καλοπιάσουν πως η ίδια η Αφροδίτη θα την καλούσε αν θεωρούσε πως η γιορτή ήταν κατάλληλη για την παρθενικότητά της (ipsa vellet ut venires, si deceret virginem) και της περιγράφουν πώς θα έβλεπε τη γιορτή αν ερχόταν (iam tribus choros videres... pervigilanda canticis).
Η στροφή αυτή του ποιήματος είναι ίσως η πιο κατατοπιστική για το είδος της γιορτής που πρόκειται να γίνει και για το ποιους αφορά. Δίδονται εδώ ο χρόνος διάρκειας της γιορτής (τρεις νύχτες – tribus noctibus), ο τόπος (τα δάση, οι καλύβες από μυρτιά – catervas, myrteas inter casas), ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η γιορτή (ξενύχτι με τραγούδια και χορούς – choros, detinenda tota nox est, pervigilanda canticis), οι εορτάζοντες και η βασίλισσα όλων, η ίδια η Αφροδίτη (regnet in silvis Dione).
Iussit Hyblaeis tribunal stare diva floribus; 50
praeses ipsa iura dicet, adsederunt Gratiae.
Hybla totos funde flores, quidquid annus adtulit;
Hybla florum sume vestem, quantus Aetnae campus est!
Ruris hic erunt puellae, vel puellae montium:
quaeque silvas, quaeque lucos, quaeque fontes incolunt; 55
iussit omnes adsidere pueri mater alitis,
iussit et nudo puellas nil Amori credere.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Με τη στροφή αυτή, όπου και πάλι δεσπόζουν η δύναμη της Αφροδίτης-βασίλισσας και του Έρωτα-πλανευτή, μας ξεκαθαρίζεται και ο τόπος της δράσης του ποιήματος, που είναι η περιοχή Ύβλα, στους πρόποδες της Αίτνας στη Σικελία. Η περιοχή αυτή φαίνεται πως είναι το καλύτερο σκηνικό για μια γιορτή όπως αυτή προς τιμήν της Αφροδίτης. Η θεά είναι και εδώ απόλυτη αρχόντισσα του τόπου και της γιορτής. Προστάζει να βάλουν τον θρόνο της ανάμεσα στα λουλούδια της ανθισμένης Ύβλας (iussit Hyblaeis tribunal stare diva floribus), διατάζει την ίδια την Ύβλα να σκορπίσει τα λουλούδια της και τη σοδειά της (Hybla totos funde flores, quidquid annus adtulit) για να πατήσουν πάνω οι κοπέλες, διατάζει τέλος τις κοπέλες να παρευρεθούν όλες στη γιορτή (iussit omnes adsidere) και τις προειδοποιεί για μια ακόμα φορά να προσέχουν τον Έρωτα, που ακόμα και χωρίς τα όπλα του δεν μπορεί καμιά να τον εμπιστεύεται (iussit et nudo puellas nil Amori credere).
Δύο πράγματα σημαντικά υπάρχουν σε αυτή τη στροφή. Το ένα είναι η αναφορά στην ακατανίκητη δύναμη του Έρωτα, που πρέπει οι κοπέλες να προσέχουν, και το άλλο η παρουσία της Αφροδίτης ως δικαστή, που ρυθμίζει τη γιορτή. Έχει υποστηριχθεί ότι μπορεί στην πραγματικότητα να υπήρχε ένα είδος επιτροπής που να επέβλεπε τη γιορτή και να φρόντιζε ώστε οι παριστάμενοι να μην ξεπεράσουν τους κανόνες της αυτοσυγκράτησης. Και σε αυτήν την στροφή όμως, η δύναμη και η ομορφιά της φύσης κυριαρχούν.
Cras erit quo primus Aether copulavit nuptias;
ut pater totis crearet vernis annum nubibus, 60
in sinum maritus imber fluxit almae coniugis,
unde fetus mixtus omnis aleret magno corpore.
Ipsa venas atque mentem permeanti spiritu
intus occultis gubernat procreatrix viribus,
perque caelum perque terras perque pontum subditum 65
pervium sui tenorem seminali tramite
imbuit iussitque mundum nosse nascendi vias.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Με τη στροφή αυτή αρχίζει το τελευταίο μέρος του ποιήματος, στο οποίο το σκηνικό αλλάζει. Από ερωτικό, ανάλαφρο και κατανοητό γίνεται φιλοσοφικό, θεολογικό και πιο δύσκολο στην κατανόηση. Έχουμε εδώ την Αφροδίτη σε σχέση με τη δημιουργία του κόσμου, όπου μάλιστα διαφαίνεται και μια καινούρια αιτιολογία για τη γιορτή. Ενώ στη δεύτερη στροφή μάθαμε ότι η γιορτή γίνεται προς τιμήν της γέννησης της Αφροδίτης, εδώ μας λέγεται ότι αύριο είναι η επέτειος του γάμου του Ουρανού (cras erit quo primus Aether copulavit nuptias), που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της φύσης (ut pater totis...magno corpore). Η στροφή αυτή είναι καθαρά θεολογική και μας πηγαίνει σε μια εποχή πριν από τη γέννηση των θεών, στην «ανοιξιάτικη ένωση του Ουρανού και της Γαίας».
Για μια ακόμα φορά η φύση κυριαρχεί στο ποίημα και για μια ακόμα φορά η Αφροδίτη κυριαρχεί πάνω στη φύση. Με το πνεύμα της να διαπερνά τα πάντα (permeanti spiritu), κυβερνά με δυνάμεις απόκρυφες (intus occultis gubernat procreatrix viribus) μέσα στις φλέβες μας και μέσα στο μυαλό μας (venas atque mentem). Και μέσα από τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα (perque caelum perque terras perque pontum subditum) ορίζει ο κόσμος όλος να μάθει για τη γέννηση (imbuit iussitque mundum nosse nascendi vias), δηλαδή γίνεται οδηγός και ηγέτιδα της αύξησης για τα πλάσματα του αέρα, της γης και της θάλασσας.
Ipsa Troianos nepotes in Latinos transtulit;
ipsa Laurentem puellam coniugem nato dedit; 70
moxque Marti de sacello dat pudicam virginem;
Romuleas ipsa fecit cum Sabinis nuptias,
unde Ramnes et Quirites proque prole posterum
Romuli parem crearet et nepotem Caesarem.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet. 75
Με τη στροφή αυτή αλλάζει προσωρινά το κλίμα του έργου. Μέχρι τώρα η Αφροδίτη ήταν η θεά της αύξησης, της δημιουργίας των πλασμάτων. Τώρα ο ποιητής μάς μιλάει για την επίδραση της Αφροδίτης στην ρωμαϊκή ιστορία, παρουσιάζοντας την εξέλιξη αυτής της τελευταίας από την εποχή των απογόνων της των Τρώων μέχρι την εποχή του Καίσαρα. Και στο ιστορικό αυτό γίγνεσθαι παρατηρούμε την παντοδυναμία της Αφροδίτης. Η ίδια μετέτρεψε τους Τρώες σε Λατίνους (ipsa Troianos nepotes in Latinos transtulit), κι όλη η ρωμαϊκή ιστορία είναι καρπός δικού της έργου. Είναι με λίγα λόγια κι η ίδια γεννήτορας ενός έθνους.
Είναι η στιγμή που το ποίημα απομακρύνεται προσωρινά από την κοσμογονική ατμόσφαιρα, την περιγραφή της φύσης και του έρωτα, και τον κάποιο πρωτογονισμό που κυριαρχούσαν ως τώρα.
Rura fecundat voluptas, rura Venerem sentiunt,
ipse Amor, puer Dionae, rure natus dicitur.
Hunc, ager cum parturiret, ipsa suscepit sinu,
ipsa florum delicatis educavit osculis.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet. 80
Στο σημείο αυτό ξαναγυρίζουμε στο βασικό θέμα του ποιήματος κι αυτή τη φορά μας μιλάει ο ποιητής για τη γέννηση του Έρωτα. Κατά κάποιν τρόπο, κι ενώ βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος, μας γυρίζει πίσω στην αρχή, όμως αντί για τη γέννηση της ίδιας της θεάς έχουμε τη γέννηση του γιου της. Η Αφροδίτη γεννήθηκε από τη θάλασσα, ο γιος γεννιέται από τη γη. Εδώ έχουμε μια νέα προσωποποίηση της φύσης. Οι κάμποι γίνονται εύφοροι από την ηδονή (rura fecundat voluptas), αισθάνονται την Αφροδίτη (rura Venerem sentiunt) και ο Έρωτας γεννιέται από τον κάμπο (rure natus). Κατόπιν η Αφροδίτη τον παίρνει και τον βάζει στα στήθη της (ipsa suscepit sinu), τρέφοντάς τον με γλυκά φιλιά των λουλουδιών (ipsa florum delicatis educavit osculis), δίνοντάς μας την εντύπωση ότι ο Έρωτας τρέφεται κι αυτός με το νέκταρ των λουλουδιών, όπως οι μέλισσες.
Ecce iam subter genestas explicant tauri latus,
quisque tutus quo tenetur coniugali foedere;
subter umbras cum maritis ecce balantum greges;
et canoras non tacere diva iussit alites:
iam loquaces ore rauco stagna cygni perstrepunt, 85
adsonat Terei puella subter umbram populi,
ut putes motus amoris ore dici musico,
et neges queri sororem de marito barbaro.
Illa cantat, nos tacemus; quando ver venit meum?
Quando fiam uti chelidon, ut tacere desinam? 90
Perdidi musam tacendo, nec me Phoebus respicit.
Sic Amyclas, cum tacerent, perdidit silentium.
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet.
Στο τέλος του ποιήματος μοιάζει να μην γίνεται αναφορά στο τελετουργικό της γιορτής. Μοιάζει τα πάντα να έχουν ηρεμήσει μετά από τις τρεις γεμάτες έρωτα νύχτες. Οι ταύροι ξεκουράζονται κάτω από τα σπαρτά (ecce iam subter genestas explicant tauri latus), τα κοπάδια βρίσκονται στη σκιά με τα ταίρια τους βελάζοντας (subter umbras cum maritis ecce balantum greges) και τα πουλιά παίρνουν από τη θεά εντολή να συνεχίσουν το τραγούδι τους (et canoras non tacere diva iussit alites). Είναι όλα πια φυσιολογικά και η φύση έχει επιστρέψει στην αρχή της, καθώς και στην αρχή του ποιήματος, δημιουργώντας μια κυκλική εικόνα.
Είναι όμως πράγματι τόσο φυσιολογικά όσο δείχνουν; Κλείνει πράγματι αυτός ο κύκλος; Ακολουθεί ένα δύσκολο μέρος κι ένας επίλογος, που πολλοί μελετητές έχουν τοποθετήσει στους τέσσερις τελευταίους στίχους, θα μπορούσε όμως κατά την άποψή μας ο επίλογος να είναι ευρύτερος και να αρχίζει από τον στίχο αρ. 85. Τι μας λέει αυτό το τμήμα του ποιήματος;
Ο ποιητής συνεχίζει με την εικόνα του ζωικού βασιλείου να είναι χαρούμενο και ήρεμο και μιλάει για τους κύκνους που κρώζουν ασταμάτητα στους βάλτους (iam loquaces ore rauco stagna cygni perstrepunt), όμως οι φωνές τους δεν μένουν χωρίς ανταπόκριση, γιατί αυτή τη φορά τους απαντάει η ερωμένη του Τηρέα (adsonat Terei puella). Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ο ποιητής εισάγει ένα θλιβερό μυθολογικό θέμα, ένα ελληνικό θέμα πολύ γνωστό στη λατινική λογοτεχνία, αφού με αυτό έχει ασχοληθεί ο Οβίδιος στο 6ο βιβλίο των Μεταμορφώσεων. Πρόκειται για τον μύθο του Τηρέα και της Φιλομήλας.
Ο Τηρέας ήταν βασιλιάς της Θράκης, γιος του Άρη και της νύμφης Βιστονίδας και σύζυγος της Πρόκνης, κόρης του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Τηρέας βίασε την αδελφή της γυναίκας του, Φιλομήλα, της έκοψε τη γλώσσα για να μην μπορεί να αποκαλύψει το περιστατικό στην αδελφή της την Πρόκνη και κατόπιν την φυλάκισε. Όμως η Φιλομήλα κέντησε την ιστορία της πάνω σε ένα πέπλο και το έδωσε κρυφά στην αδελφή της. Τότε η Πρόκνη ελευθέρωσε την αδελφή της και οι δυο γυναίκες εκδικήθηκαν σκοτώνοντας τον γιο του Τηρέα και της Πρόκνης. Μετά διέφυγαν μαζί στην Αττική. Ο Τηρέας επιχείρησε να τις συλλάβει και τις κυνήγησε με ένα σπαθί. Φεύγοντας μακριά από αυτόν, οι θεοί τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά για να μπορούν να πετάξουν γρήγορα μακριά του. Την Πρόκνη την μεταμόρφωσαν σε χελιδόνι, την Φιλομήλα σε αηδόνι και τον ίδιο τον Τηρέα, για να τον γελοιοποιήσουν στην αιωνιότητα, τον μεταμόρφωσαν σε τσαλαπετεινό, ώστε αντί για σπαθί να έχει ένα μακρύ ράμφος.
Ξαναγυρίζοντας σε αυτούς τους τελευταίους στίχους του ποιήματος, ο ποιητής τελειώνει με έναν απροσδόκητα φλιβερό τόνο. Στους κύκνους απαντάει, όπως έχουμε πει, η ερωμένη του Τηρέα, και τους απαντάει με έναν τρόπο που μοιάζει με ερωτικό σκοπό (ut putes motus amoris ore dici musico), ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει πως στην πραγματικότητα αποζητά την αδελφή της από τον βάρβαρο άντρα που της έλαχε η μοίρα (et neges queri sororem de marito barbaro). Κι εδώ ο ποιητής παύει να είναι παρατηρητής της φύσης και κάνει μια «στροφή προς τα μέσα», μας εκμυστηρέυεται τη μοναξιά του, τη σιωπή του (nos tacemus), την απουσία της άνοιξης γι’ αυτόν (quando ver venit meum?), την επιθυμία του να γίνει χελιδόνι (quando fiam uti chelidon?), τη μούσα που έχει χάσει (perdidi musam tacendo). Και καταλήγει θρηνώντας για το επικείμενο τέλος του –και έχει σημασία να ξεκαθαρίσουμε αν μιλάει για ποιητικό τέλος – όπως οι μυθικοί Αμύκλες, που υπέκυψαν στον εχθρό εξαιτίας της σιωπής τους (sic Amyclas, cum tacerent, perdidit silentium).
«Θλιβερές διαπιστώσεις, ερωτήσεις γεμάτες απόγνωση, σκοτεινή γνωμολογία, περιεχόμενο αινιγματικό». Τι ακριβώς θέλει να πει ο ποιητής στους τελευταίους στίχους του και γιατί αφήνεται κατά τέτοιο τρόπο στην καταστροφή του; Υπάρχουν πολλές θεωρίες, καμία όμως δεν είναι σίγουρη. Θα μπορούσε να σημαίνει ποιητική απραγία και απώλεια εξαιτίας αυτού της μούσας (perdidi musam tacendo). Ή ακόμα την αποσιώπηση του έρωτα που ένιωθε. Μια αδυναμία που δεν τον άφηνε να συμμετάσχει κι αυτός σε μια γιορτή όπως αυτή. Μια χαμένη ευκαιρία. Θα μπορούσε επίσης να σημαίνει, όπως αναφέρει ο Dobson, ότι «ο παγανισμός, τόσο υπέροχα δοσμένος σε αυτές τις γραμμές, απειλείται από κάποια εξωτερική καταστροφή», κάτι που το ερμηνεύουμε ως την επικράτηση της νέας θρησκείας. Το τελευταίο συνεπικουρείται και από την έμφαση που έχει δώσει ο ποιητής σε θεολογικά θέματα, καθώς και από τον χρόνο συγγραφής του έργου (αν θεωρήσουμε ότι όντως γράφτηκε τον 4ο αιώνα).
Πολλά θα μπορούσε, όπως είδαμε να πει κανείς, και πολλά θα εύρισκε επιχειρήματα για να στοιχειωθετήσει την άποψή του. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Ο ποιητής ποιαν ακριβώς εκδοχή του μύθου του Τηρέα ακολουθεί; Υπάρχει η εκδοχή του Οβίδιου, που είναι αυτή που προαναφέραμε, σύμφωνα με την οποία η Φιλομήλα μεταμορφώθηκε σε αηδόνι και η Πρόκνη σε χελιδόνι. Υπάρχει όμως και η ελληνική εκδοχή του μύθου, που αναφέρει ότι η Φιλομήλα μεταμορφώθηκε σε χελιδόνι και η Πρόκνη σε αηδόνι. Ο συγγραφέας π.χ. που είναι γνωστός με το όνομα Απολλόδωρος ή Ψευδοαπολλόδωρος, γράφει «...καὶ Πρόκνη μὲν γίνεται ἀηδών, Φιλομήλα δὲ χελιδών· ἀπορνεοῦται δὲ καὶ Τηρεύς, καὶ γίνεται ἔποψ». Τώρα επειδή ο ποιητής χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη για το χελιδόνι (chelidon) θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως φόρο τιμής στον ελληνικό μύθο; Αν ισχύει αυτό, τότε εξηγείται γιατί αναφέρει ότι η Φιλομήλα μιλάει πια ελεύθερη με τους κύκνους, και γιατί θα ήθελε κι ό ίδιος να γίνει χελιδόνι ώστε να πάψει να σωπαίνει. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο ποιητής ταυτίζει τον εαυτό του με την άτυχη Φιλομήλα. Και μάλιστα με τη Φιλομήλα πριν απελευθερωθεί. Γιατί τώρα η Φιλομήλα έχει πια γίνει πουλί κι έχει πετάξει. Είναι στο δάσος και συνομιλεί με τους κύκνους. Ο ποιητής όμως είναι όπως η Φιλομήλα στη σιωπή της κι αν δεν γίνει κι αυτός πουλί να ανοίξει τα φτερά του σύντομα θα καταστραφεί, όπως οι Αμύκλες. Υπάρχει όμως κάτι που τον εμποδίζει, κάτι που δεν λέγεται, και μας μεταφέρει στις προηγούμενες εκδοχές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bickel, Ernst. Historia de la literatura romana. Μετ. από Lehrbuch der Geschichte der römischen Literatur (1960). Madrid: Gredos, 2009.
Bieler, Ludwig. Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Μετ. από Geschichte der romischen Literatur. Αθήνα: Γρηγόρης, 1965.
Codoñer, Carmen (ed.). Historia de la literatura latina. 2ª ed. Madrid: Cátedra, 2007.
Cristóbal, Vicente. “Sexo ritual en el Pervigilium Veneris”. Análecta Malacitana electrónica. Revista de Filología de la Facultad de Filosofía y Letras de la Universidad de Málaga 32 (2012): 29-60.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου