Η βενετική κυριαρχία στην Κρήτη διήρκεσε περίπου 450 χρόνια, από το 1211 που έληξε ο πόλεμος ανάμεσα στους Βενετούς και τους Γενουάτες μέχρι το 1669 που έπεσε ο Χάνδακας και καταλήφθηκε οριστικά το νησί από τους Τούρκους.
Η θέση της Κρήτης ανάμεσα στις κατακτήσεις των Βενετών στον ελληνικό χώρο ήταν πάντα ιδιαίτερα σημαντική, και αυτό οφείλεται σε λόγους στρατιωτικούς, οικονομικούς και θρησκευτικούς. Κατ’ αρχάς, η θέση του νησιού ήταν κομβική από στρατιωτικής πλευράς, δεδομένου ότι βρισκόταν ακριβώς στη μέση ανάμεσα στα εδάφη που ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και σε εκείνα που υπόκεινταν στις λατινικές κυριαρχίες. Επίσης χάρη στο εύφορο έδαφός της είχε μεγάλη αγροτική παραγωγή, μεγάλο μέρος της οποίας κατέληγε στη μητρόπολη, δηλαδή την ίδια τη Βενετία. Τέλος, λόγω του μεγάλου πληθυσμού που είχε σε σχέση με τις υπόλοιπες κτήσεις στον ελλαδικό χώρο, ήταν ελκυστική για διάφορους εμπορικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Με λίγα λόγια προσφερόταν για μια πολύπλευρη εισαγωγή οικονομικής, πολιτικής και θρησκευτικής πολιτικής.
Τα πολλά και μεγάλης έκτασης προβλήματα που γνώρισε η Κρήτη κατά την περίοδο αυτή έμελλαν να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας των Βενετών στο νησί. Αυτά ήταν η διαρκώς αυξανόμενη παρουσία των Οθωμανών στις γύρω περιοχές με την απειλή που αντιπροσώπευαν, καθώς και οι αντιδράσεις της ίδιας της τοπικής κοινωνίας –κυρίως κατά τους πρώτους δύο αιώνες της βενετικής κυριαρχίας– στην κοινωνική και θρησκευτική καταπίεση, αντιδράσεις που οδήγησαν σε αλλεπάλληλες επαναστάσεις.
Αυτά ήταν λοιπόν τα δεδομένα που προσδιόρισαν τη βενετική πολιτική στο διάστημα αυτών των αιώνων.
Μετά από την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αυτό που κυρίως χαρακτήριζε το γεωπολιτικό παιχνίδι ήταν οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Βενετούς και οι προσπάθειες των τελευταίων να αποκρούουν τις διαρκείς επιθέσεις που δέχονταν. Όλες αυτές οι επιθέσεις έφεραν σε πρώτο πλάνο τον τουρκικό κίνδυνο και ανέδειξαν την αναγκαιότητα της ενίσχυσης της άμυνας του νησιού, οπότε η Βενετία δρομολόγησε μια σειρά μέτρων, όπως την κατασκευή οχυρωματικών έργων. Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά από την Γαληνοτάτη για την κατασκευή φρουρίων και συγχρόνως επιβαρύνθηκαν οι κάτοικοι με έκτακτους φόρους και αγγαρείες. Μαζί με τα οχυρωματικά έργα, οι Βενετοί προχώρησαν και στην ανέγερση διαφόρων δημόσιων κτιρίων.
Όμως οι φόροι και οι αγγαρείες στα οποία υποχρεώθηκαν οι κάτοικοι, όπως και γενικά η πολιτική της Βενετίας στα πρώτα χρόνια της παρουσίας της στην Κρήτη δημιούργησε, όπως είπαμε παραπάνω, μεγάλες αντιδράσεις στην κρητική κοινωνία. Εξάλλου κατά τον 13ο αιώνα η Βενετία με μια σειρά εποικισμών ενίσχυσε πολύ το λατινικό στοιχείο στο νησί. Η γη, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ανήκε στους άρχοντες και την Εκκλησία, δημεύθηκε και παραχωρήθηκε στους αντίστοιχους λατινικούς φορείς. Επίσης καταργήθηκαν οι ορθόδοξες επισκοπές και αντικαταστάθηκαν με λατινικές. Στο νέο αυτό καθεστώς της διάλυσης της παλιάς φεουδαρχικής τάξης και της ορθόδοξης Εκκλησίας η αντίδραση των μεγάλων βυζαντινών οικογενειών του νησιού και του πληθυσμού ήταν άμεση. Αν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα για εθνική συνείδηση, είναι βέβαιο ότι οι Κρητικοί θεωρούσαν το νησί ως φορέα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και παράλληλα ταύτιζαν την αυτοκρατορία με την ορθοδοξία. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε μια σειρά από επαναστάσεις, που οι περισσότερες κατέληξαν σε αύξηση των προνομίων των μεγάλων κρητικών οικογενειών, αλλά που δεν είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση.
Σταδιακά όμως, και ενώ πλησίαζε η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, η κατάσταση εξομαλύνθηκε και άρχισε να δημιουργείται μια ανάμιξη ανάμεσα στο ελληνικό και το βενετικό στοιχείο και η σύσφιξη των σχέσεων γίνεται γενικά εντονότερη. Από την πολύ περιορισμένη αρχικά συμμετοχή των Ελλήνων στη διοίκηση, που ουσιαστικά αφορούσε μόνο τους Κρήτες ευγενείς, οδηγούμαστε σε μια διείσδυση των Ελλήνων σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά στρώματα, υπήρξαν μικτοί γάμοι, αμβλύνθηκαν οι θρησκευτικές διαφορές και υπήρξε μια οικονομική εξίσωση των δύο στοιχείων, ιδίως στις πόλεις. Η μητρόπολη, μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο, άρχισε να υπολογίζει περισσότερο τον ντόπιο πληθυσμό, τόσο διοικητικά και στρατιωτικά, όσο και οικονομικά.
Ειδικότερα στην οικονομική ζωή, οι ίδιες οι συνθήκες που δημιουργούσαν αρχικά τα προβλήματα συνετέλεσαν τελικά στην οικονομική ανάπτυξη των πόλεων του νησιού. Συγκεκριμένα το εμπόριο, αλλά και η διάθεση από τη Γαληνοτάτη μεγάλων οικονομικών κονδυλίων για τη συμπλήρωση των οχυρώσεων και την παραμονή στο νησί ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, οδήγησαν σε μεγαλύτερη κυκλοφορία χρήματος στις αστικές περιοχές. Η εμπορική ανάπτυξη που δημιουργήθηκε είχε να κάνει κυρίως με την παραγωγή σιτηρών και κρασιών, αλλά και με την κατασκευή πολλών πλοίων στο νησί ώστε να μπορούν τα προϊόντα να διακινούνται αποτελεσματικότερα δια θαλάσσης. Ένα ακόμα στοιχείο της οικονομικής άνθισης είναι η ύπαρξη βιοτεχνίας και η οργάνωσή της σε συντεχνίες.
Η Βενετοκρατία στα Επτάνησα
Με διαφορά περίπου δύο αιώνες σε σχέση με την Κρήτη, η κυριαρχία των Βενετών σε ορισμένα από τα Επτάνησα διήρκεσε και αυτή περισσότερο από 400 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, η Κέρκυρα και οι Παξοί κυριεύτηκαν από τους Βενετούς το 1386, ακολούθησε η Ζάκυνθος το 1483-1484, η Κεφαλλονιά και η Ιθάκη το 1500 και, τελικά, η Λευκάδα το 1684. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιοχές αυτές η κυριαρχία των Βενετών τελείωσε το 1797, όταν η Βενετία περιήλθε στην κυριαρχία των Γάλλων.
Τα Επτάνησα, κυρίως λόγω της γεωπολιτικής τους θέσης και της προνομιακής σχέσης που ανέπτυξαν και με τον ανατολικό και με τον δυτικό κόσμο, καθώς και της συνεχούς μετακίνησης προς αυτά μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων από πολλές περιοχές της κυρίως Ελλάδας σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, συνεισέφεραν σημαντικά στη δημιουργική συνύπαρξη του ελληνικού και του λατινικού στοιχείου, ενώ αποτέλεσαν χώρο υποδοχής και καλλιέργειας ιδεών, τάσεων και ρευμάτων που έρχονταν από τη Δύση. Σαν αποτέλεσμα δημιουργήθηκε εκεί ένας ενδιαφέρον πολιτισμός, πολλές από τις εκφάνσεις του οποίου έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στη δημιουργία αργότερα του νεοελληνικού πολιτισμού.
Στα Ιόνια νησιά η Βενετική κυριαρχία δεν είχε απόλυτα ομοιογενή χαρακτήρα, παρά διαφοροποιήθηκε ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν σε καθένα από αυτά. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις παραχωρήθηκε μεγαλύτερη τοπική αυτονομία και αναγνωρίστηκαν παλαιότερα προνόμια που προετοίμασαν το έδαφος για τη γένεση μιας τοπικής αριστοκρατίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις επικράτησαν ισχυρές ριζοσπαστικές τάσεις. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις παραμέλησης, με αποτέλεσμα μικρότερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η παιδεία επίσης ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους.
Η. Ο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου