Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Μια μικρή εισαγωγή στις αναγνωστικές θεωρίες (β' μέρος)

Κάντε κλικ εδώ για να δείτε το α' μέρος 

Edmund Husserl (1859-1938)

Μιλήσαμε πιο πάνω για τη μεγάλη ιδεολογική κρίση που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Η κρίση αυτή θα ήταν αδύνατον να αφήσει ανεπηρέαστη τη φιλοσοφική σκέψη. Ο Husserl ήταν ένας από αυτούς που, βλέποντας την αβεβαιότητα να κερδίζει καθημερινά έδαφος, προσπάθησε να αναπτύξει μια νέα φιλοσοφική μέθοδο που «θα παρείχε απόλυτη σιγουριά σε έναν αποσυντιθέμενο πολιτισμό». 

Αυτό που ουσιαστικά έκανε ο Husserl ήταν να στραφεί στη μελέτη των δομών της συνείδησης, δημιουργώντας σταδιακά μια φιλοσοφική σχολή, την οποία ονόμασε «φαινομενολογία». 

Η φαινομενολογία τοποθετείται στη θεμελιώδη εκείνη τάση της νεώτερης σκέψης η οποία τείνει να επανεξετάσει και να λύσει το πρόβλημα της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου. Έχει ως απαρχή την καρτεσιανή αναζήτηση ενός φιλοσοφικού θεμελίου πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί η σκέψη. Όπως ο διάσημος προκάτοχός του, έτσι και ο Husserl προσπαθεί να κατακτήσει τη βεβαιότητα της σκέψης, μια βεβαιότητα που θα επέτρεπε στη φιλοσοφία να αναπτυχθεί ως σταθερή επιστήμη. 

Ο Husserl ξεκίνησε την αναζήτηση της βεβαιότητας απορρίπτοντας την βασισμένη στην κοινή λογική πεποίθηση του μέσου ανθρώπου ότι τα αντικείμενα υφίστανται ανεξάρτητα από εμάς. Όμως, κατ’ εκείνον, αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ανεξάρτητη ύπαρξη των πραγμάτων, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πώς εμφανίζονται άμεσα στη συνείδησή μας, ανεξάρτητα αν το αντικείμενο που βλέπουμε είναι ή όχι αυταπάτη. 

Η συνείδηση επομένως κατέχει κεντρικό ρόλο στη σκέψη του Husserl. Ο φιλόσοφος έχει προαγάγει τη συνείδηση από ένα μηχανισμό απλής καταγραφής φαινομένων σε μια δύναμη η οποία κυριολεκτικά συγκρατεί την πραγματικότητα. 

Κατά τον Husserl, αν η φιλοσοφία θέλει να είναι αυστηρή επιστήμη, οφείλει να δημιουργήσει μια λογική διαδικασία με την οποία τα πράγματα θα είναι πραγματικά προσπελάσιμα στην ανθρώπινη γνώση. Θα πρέπει δηλαδή να βρεθεί ο τρόπος να επιστρέψουμε στα πράγματα. Επιστροφή στα ίδια τα πράγματα σημαίνει επιστροφή στην καθαρή, αρχική εκείνη εμπειρία στην οποία προσφέρονται τα πράγματα, δηλαδή στη γνώση των ουσιών. Όμως η επίτευξη αυτής της εμπειρίας είναι δυνατή μόνο με έναν τρόπο: να προχωρήσει κάποιος πέρα από τα γεγονότα που μπορούν να διαπιστωθούν εμπειρικά. Για να εδραιωθεί επομένως η βεβαιότητα, πρέπει με τη φαινομενολογική μέθοδο να θέσουμε «εντός παρενθέσεως» τον κόσμο όπως αυτός μας παρουσιάζεται και να φτάσουμε στις ουσίες. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «φαινομενολογική αναγωγή». 

Όσον αφορά στις ουσίες, πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτές δεν είναι ένα είδος πλατωνικών ιδεών, που έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη, ούτε είναι αποτέλεσμα ψυχολογικών εμπειριών. Είναι ιδεατές μορφές που δίνονται στη συνείδηση. Έτσι η φαινομενολογική αναγωγή μας μεταφέρει στη συνείδηση, η οποία έχει άμεση εποπτεία των ουσιών, και μέσω αυτών δίνει ένα νόημα στον κόσμο. 

Ουσιαστικά η φαινομενολογία ήταν ένα είδος επιστήμης της ανθρώπινης συνείδησης, όχι με την έννοια των εμπειρικών βιωμάτων των ανθρώπων, αλλά με την έννοια των βαθέων δομών του ίδιου του πνεύματος. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας υπερβατικός τρόπος έρευνας και το ανθρώπινο υποκείμενο που μετείχε σε αυτήν την διαδικασία ήταν ένα υπερβατικό υποκείμενο. 

Η φαινομενολογία πρόσφερε μια σανίδα σωτηρίας στον άγριο ωκεανό της αβεβαιότητας, προσφέροντας έναν κόσμο που ήταν δυνατόν να γνωσθεί και παράλληλα επανέφερε το ανθρώπινο υποκείμενο στην περίοπτη θέση που διατηρούσε πριν ο θετικισμός του 19ου αιώνα του αμφισβητήσει τα πρωτεία. Έτσι λοιπόν στο κέντρο του κόσμου, αλλά έξω από αυτόν, ως παρατηρητής, βρίσκεται ο άνθρωπος. 

Στον τομέα της λογοτεχνίας έγινε μια προσπάθεια εφαρμογής της φαινομενολογικής μεθόδου. Στην κατανόηση του κόσμου του έργου δεν έχει σημασία το πραγματικό ιστορικό πλαίσιο του έργου, ούτε ο συγγραφέας, ούτε οι συνθήκες παραγωγής του. Αυτό που έχει σημασία είναι να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τον χώρο και τον χρόνο, τα αντικείμενα που υπάρχουν γύρω του, καθώς και τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους. Όσο για τη γλώσσα, αυτή απλώς «ντύνει» τα εσωτερικά νοήματα του συγγραφέα. Αυτό σήμαινε πως ο Husserl θεωρούσε πως τα νοήματα προϋπάρχουν και η γλώσσα έρχεται μετά. Δηλαδή θεωρεί τη γλώσσα όχι ως πρωταρχικό στοιχείο, αλλά ως δευτερογενή δραστηριότητα, προορισμένη απλώς να δίνει ονόματα σε νοήματα που ήδη έχουμε μέσα μας.

Όμως από την εποχή του Saussure γνωρίζουμε ότι το νόημα δεν είναι κάτι που απλώς αντανακλάται στη γλώσσα, αλλά παράγεται πράγματι από αυτήν. Δεν έχουμε νοήματα που τα ντύνουμε με λέξεις, αλλά έχουμε νοήματα επειδή ακριβώς έχουμε γλώσσα. Αν συνέβαινε αυτό που λέει ο Husserl τότε το πιθανότερο θα ήταν πως δεν θα είχε αναπτυχθεί η διπλή άρθρωση, που, καθώς λέει ο Martinet, είναι αυτό ακριβώς που ξεχωρίζει την ανθρώπινη γλώσσα από όλες τις άλλες, και θα είχαμε μια ατέρμονη σειρά από άναρθρες κραυγές. 

Χωρίς γλώσσα, λοιπόν, δεν μπορούμε να έχουμε νόημα. Το νόημα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, ο Husserl όμως αρνείται το γεγονός αυτό. Όπως είναι το υποκείμενό του υπερβατικό, έτσι είναι υπερβατικά και τα νοήματα, Γι’ αυτό η φαινομενολογία του ονομάστηκε «υπερβατική φαινομενολογία». 

Martin Heidegger (1887-1976) 

Ο Heidegger ήταν μαθητής του Husserl. Στη φιλοσοφία του συναντούμε τη σκέψη ότι για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια απασχόλησε τους φιλοσόφους κάθε είδους ζήτημα εκτός από το ζήτημα του ίδιου του Είναι. Στο θεμελιώδες έργο του Είναι και Χρόνος (1927) κάνει ένα σχόλιο στον Πλάτωνα και λέει ότι οι φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν με το Είναι επειδή αυτό φαινόταν πασιφανές. 

Από το σημείο αυτό ξεκινάει μια φιλοσοφική αναζήτηση με προεκτάσεις όχι μόνο στην ίδια τη φιλοσοφία, αλλά και στη θεωρία της λογοτεχνίας, η οποία είναι το αντικείμενό μας. 

Ο ίδιος περιγράφει τη φιλοσοφία του ως «ερμηνευτική του Είναι», και εδώ η λέξη «ερμηνευτική» σημαίνει την επιστήμη ή την τέχνη της ερμηνείας. Πάντως ο όρος που έχει επικρατήσει διεθνώς για τη φιλοσοφία του είναι «ερμηνευτική φαινομενολογία», για να διακρίνεται από την «υπερβατική φαινομενολογία» του δασκάλου του. Και πράγματι, βασίζεται όχι στην υπερβατική συνείδηση στην οποία στήριξε το οικοδόμημά του ο Husserl, αλλά σε ερωτήματα ιστορικής ερμηνείας. 

Ο Heidegger απορρίπτει το υπερβατικό υποκείμενο και θεωρεί ότι το σημαντικότερο πράγμα στην ύπαρξη είναι αυτό που ονομάζει «παρ-είναι» (Dasein). Η συνείδησή μας προβάλλει την πραγματικότητα και συγχρόνως εξαρτάται από αυτήν, λόγω του ότι υπάρχει μέσα σ’ αυτήν. Για τον Heidegger, η ανθρώπινη ύπαρξη μετέχει στον κόσμο τον οποίο παρατηρεί, είναι πάντα παρούσα, είναι ιστορικά προσδιορισμένη. Ο κόσμος δεν είναι ένα εξωτερικό αντικείμενο που πρέπει να αναλυθεί με ορθολογικό τρόπο. Είναι κάτι από το οποίο δεν μπορούμε ποτέ να βγούμε έξω. Άρα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τον κοιτάξουμε αντικειμενικά. Η σκέψη μας θα βρίσκεται πάντα εντοπισμένη σε κάποιο σημείο αυτού του κόσμου, κι επομένως θα είναι ιστορική. Στο σημείο αυτό κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα όμως παρατήρηση. Λέγοντας «ιστορική» δεν αναφέρεται σε έννοια εξωτερική ή κοινωνική. Κατά τον Heidegger η ιστορία είναι αυτό που συμβαίνει βιωμένο προσωπικά από τον άνθρωπο, εσωτερικά. 

Η αναφορά στο ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να αναλύσουμε με ορθολογικό τρόπο τον κόσμο, εναρμονίζεται απόλυτα με τον νέο τρόπο να κοιτάζει κανείς τα πράγματα, κι από αυτήν την άποψη φαίνονται καθαρά οι επιρροές του Husserl στη σκέψη του. Αυτό που είναι διαφορετικό είναι ότι η ύπαρξη δεν είναι έξω από τον κόσμο, αλλά μετέχει σε αυτόν. 

Για τη γλώσσα ο Heidegger λέει ότι δεν είναι απλά ένα όργανο επικοινωνίας, δεν είναι κάτι που χρησιμοποιούμε απλώς για να εκφράσουμε ιδέες, αλλά αυτό που κάνει τον κόσμο να υπάρχει. Κόσμος υπάρχει μόνο όπου υπάρχει γλώσσα. Η γλώσσα έχει μια δική της ζωή, προϋπάρχει του υποκειμένου, όντας ο χώρος όπου η πραγματικότητα αποκαλύπτεται, παραδιδόμενη στην ενατένισή μας. Χωρίς τη γλώσσα δεν μπορούμε να είμαστε ανθρώπινα όντα. 

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι ο Heidegger, μιλώντας για τη γλώσσα ως αντικειμενικό συμβάν, έρχεται να πλησιάσει το δομισμό.

Η. Ο.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου