Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Μια μικρή εισαγωγή στις αναγνωστικές θεωρίες (α' μέρος)

Μια μικρή εισαγωγή στις αναγνωστικές θεωρίες

19ος αιώνας 

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα βρισκόμαστε μπροστά σε μια έξαρση της επιστημονικής προόδου σε διάφορους τομείς, όπως η μηχανική, ο ηλεκτρισμός, η χημεία, η τεχνική της φωτογραφίας, κτλ. Με την επέκταση της βιομηχανικής κοινωνίας και τις θεμελιώδεις αλλαγές που προέκυψαν στην καθημερινότητα του ανθρώπου, ήταν αναμενόμενο να δημιουργηθούν και τα αντίστοιχα φιλοσοφικά ρεύματα που θα εναρμονίζονταν με αυτόν τον νέο κόσμο και θα προσπαθούσαν να τον εξηγήσουν. Ένα από αυτά τα ρεύματα, που επηρέασε ιδιαίτερα τη φιλοσοφική σκέψη του 19ου αιώνα, ήταν ο θετικισμός, δημιούργημα του Γάλλου φιλοσόφου Auguste Comte (1798-1857). 

Το έργο του Κοντ Μαθήματα γενικής φιλοσοφίας ήταν ουσιαστικά ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα, προορισμένο να αποτελέσει τη βάση σε μια μορφή πολιτικής οργάνωσης που θα ταίριαζε σε μια βιομηχανική κοινωνία όπως αυτή που ήταν σε εξέλιξη στην εποχή του. 

Στο γνωστότερο ίσως έργο του Νόμος των τριών σταδίων γράφει για την εξέλιξη της ανθρώπινης λογικής από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Υποστηρίζει ότι αυτή η εξέλιξη έχει περάσει από τρία στάδια: 1) ένα θεολογικό στάδιο, στο οποίο ο άνθρωπος για να ερμηνεύσει τον κόσμο χρησιμοποιεί έννοιες σχετικές με θεούς και πνεύματα, 2) ένα μεταβατικό, μεταφυσικό στάδιο, στο οποίο οι όποιες προσπάθειες ερμηνείας του κόσμου περνούσαν μέσα από αφηρημένες έννοιες όπως «σκοποί», «ουσίες», «τελικοί στόχοι», κτλ, και 3) το σημερινό (δηλαδή της εποχής του) θετικό στάδιο, στο οποίο ο άνθρωπος συναισθάνεται πλέον τα όρια της γνώσης του και αποφασίζει να πορευτεί, όχι πια προς μια απόλυτη και γενική ερμηνεία του κόσμου, αλλά προς μια περισσότερο ορθολογική ανακάλυψη των νόμων, δηλαδή την κανονική σχέση μεταξύ των φαινομένων. 

Η ουσία των όσων υποστήριζε ο Κοντ ήταν πως η εξωτερική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Ό,τι πληροφορίες είναι δυνατόν να αποκτήσουμε για τον εξωτερικό κόσμο, αποκτούνται από την εμπειρία και είναι αντικειμενικές. Αυτή είναι η ουσία της θετικιστικής του θεωρίας και όλο το πνεύμα της εποχής του κινείται μέσα σε αυτά τα πλαίσια. 

Μπορούμε λοιπόν συνοψίζοντας να πούμε ότι ο 19ος αιώνας είναι σε μεγάλο βαθμό ο αιώνας της βεβαιότητας. Μια και η γνώση είχε συγκεκριμένα όρια, όλα τα πράγματα μπορούσαν να ταξινομηθούν και ο άνθρωπος να ζει μέσα σε μια ατμόσφαιρα σιγουριάς, τουλάχιστον από φιλοσοφική άποψη. 

20ος αιώνας 

Όμως ο κόσμος του 20ου αιώνα που ακολούθησε, είδε πολλά από τα πιστεύω του να καταρρέουν. Την περίοδο 1914-1918 είχαμε έναν καταστροφικό Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο ακολούθησε ένα κύμα κοινωνικών επαναστάσεων (εξεγέρσεις στο Βερολίνο και τη Βιέννη, απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων στην Ιταλία), με αποκορύφωμα την επανάσταση στη Ρωσία. 

Δεν ήταν φυσικά μόνο ο κόσμος σε αναστάτωση. Ήταν, φυσικά, και οι ίδιες οι ιδεολογίες, που πάνω τους είχε στηριχτεί όλη η οργάνωση των κοινωνιών μέχρι τότε. Η επιστήμη ήταν ακόμα αγκυλωμένη σε ένα στείρο θετικισμό, με τάση να κατηγοριοποιούνται τα πάντα. Η φιλοσοφία έδειχνε να παραπαίει ανάμεσα στον ιρασιοναλισμό και τον θετικισμό. Η τέχνη παρουσίαζε ανάλογη απώλεια προσανατολισμού, με κινήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο και μανιφέστα που παρουσίαζαν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Όσο για την πίστη, μετά από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί τον 19ο αιώνα, τώρα φαινόταν να δέχεται ένα νέο, ισχυρότερο χτύπημα από τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. 

Αξίζει να σταθούμε λίγο στη Θεωρία της Σχετικότητας, διότι επέδρασε βαθύτατα στη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου. Μέχρι τότε πίστευαν ότι η αντικειμενική γνώση ήταν απλά μια συσσώρευση γεγονότων και πραγμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν και να ταξινομηθούν. Όμως ο φιλόσοφος και φυσικός Thomas Kuhn (1922-1996), στηριζόμενος προφανώς στη Σχετικότητα, απέδειξε ότι ένα «γεγονός» εξαρτάται από το πλαίσιο αναφοράς στο οποίο κινείται ο παρατηρητής. Κατά παρόμοιο τρόπο, ακόμα και το ίδιο το φως έπαψε να ανταποκρίνεται στο πλαίσιο της σταθερότητας, καθώς η Κβαντική Θεωρία απέδειξε πως το φως άλλοτε συμπεριφέρεται σαν κύμα κι άλλοτε σαν σωματίδιο. Μέχρι κι ο Αϊνστάιν όταν είδε τη θεωρία αυτή είπε το περίφημο: «Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να παίζει ζάρια με το Σύμπαν!» 

Ακόμα και η επιστήμη της ψυχολογίας έρχεται να συναινέσει στις παραπάνω διαπιστώσεις, υποστηρίζοντας ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα του κόσμου ως κομμάτια ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά ως σχηματισμούς από στοιχεία, θέματα ή ολότητες, οργανικά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Έχουμε δηλαδή απεικόνιση ενοτήτων. Π.χ. ο άνθρωπος είναι μέρος ενός όλου, μιας κοινωνίας, και μια δεδομένη κοινωνία είναι μέρος μιας ευρύτερης κοινωνίας. Τα ίδια πράγματα φαίνονται διαφορετικά σε διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς. Ανάλογα με τον τρόπο που τα κοιτάζουμε τα ερμηνεύουμε και διαφορετικά. 

Από όλα αυτά καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα κεφαλαιώδους σημασίας: Ο παρατηρητής μεσολαβεί με ενεργητικό τρόπο στην πράξη της παρατήρησης. 

Λογοτεχνία. Μετατόπιση του βάρους στον αναγνώστη

Η εξέλιξη της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης στις αρχές του 20ου αιώνα είχε σοβαρό αντίκτυπο στη θεωρία της λογοτεχνίας. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του παρατηρητή οδήγησε τις λογοτεχνικές θεωρίες στο να εξετάσουν, και τελικά να αναδείξουν, το ρόλο του αναγνώστη. 

Αν κοιτάξουμε το γλωσσολογικό μοντέλο της επικοινωνίας του Jakobson θα δούμε ότι μέχρι τώρα οι διάφορες λογοτεχνικές θεωρίες είχαν δώσει έμφαση είτε στον πομπό (ανθρωπιστικές και ρομαντικές θεωρίες), είτε στο πλαίσιο αναφοράς (μαρξιστικές θεωρίες), είτε στο κείμενο (φορμαλισμός και Νέα Κριτική). Τώρα έρχεται η σειρά του δέκτη, δηλαδή του αναγνώστη. Οι αναγνωστικές θεωρίες, όπως ονομάζονται, υποστηρίζουν πως ένα κείμενο αν δεν έχει διαβαστεί είναι σαν να μην υπάρχει. Ο λόγος για τον οποίο δημιουργείται είναι για να το διαβάσει κάποιος, και το νόημά του βγαίνει μόνο από τον αναγνώστη. Επομένως το κείμενο είναι κατά κάποιον τρόπο ένα κοινωνικό φαινόμενο και ο αναγνώστης κατά μία έννοια συμμετέχει στη δημιουργία του. 

Πώς όμως γίνεται αυτό; Ο κάθε αναγνώστης προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο ένα έργο. Εξαρτάται από τη διάθεση της συγκεκριμένης στιγμής που γίνεται η ανάγνωση, από τις γνώσεις του, από την ιδεολογία του, την εποχή του, τα βιώματά του, τη χώρα του, την κοινωνική του ακόμα τάξη. Οι παράγοντες είναι αναρίθμητοι. Έχουμε κατευθείαν εφαρμογή της θέσης του παρατηρητή στη λογοτεχνία. 

Σύμφωνα με τον Wolfgang Iser, τον ουσιαστικό δημιουργό της Θεωρίας της Πρόσληψης, τα λογοτεχνικά κείμενα περιέχουν πάντα κάποια «κενά» που περιμένουν τον αναγνώστη να τα γεμίσει. Ο Umberto Eco μιλάει για «ανοιχτά» κείμενα, τα οποία περιμένουν τη συμμετοχή του αναγνώστη στην παραγωγή νοήματος και επιπλέον αναφέρεται στους διάφορους κώδικες που βρίσκονται στη διάθεση του αναγνώστη και οι οποίοι καθορίζουν τι σημαίνει ένα κείμενο. 

Στους παραπάνω προβληματισμούς προσπαθεί να δώσει απάντηση η Θεωρία της Πρόσληψης, δημιούργημα του Γερμανού Iser. Αυτή η θεωρία εξετάζει το ρόλο του αναγνώστη στη λογοτεχνία, και είναι η πιο πρόσφατη εξέλιξη μιας άλλης θεωρίας, της ερμηνευτικής, του Heidegger και του Gadamer. Είναι αναγκαίο όμως να κάνουμε ένα φλας μπακ και να ξεκινήσουμε από τον σημαντικότερο προπομπό των αναγνωστικών θεωριών, που είναι ο επίσης Γερμανός Edmund Husserl.

Η. Ο. 

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου