Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Δύο ποιήματα του Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε

Ο Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε (Carlos Drummond de Andrade, 1902-1987) θεωρείται ως ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Βραζιλίας και είναι κάτι σαν εθνικό σύμβολο της χώρας. Εδώ θα έχουμε μια πρώτη γνωριμία με το έργο του, με δύο από τα πιο γνωστά ποιήματά του, μεταφρασμένα στα ελληνικά από έναν εξαίρετο βραζιλιάνο ελληνιστή, τον καθηγητή κλασικής φιλολογίας Theo de Borba Moosburger.

Η αίσθηση του κόσμου

Έχω δύο μόνο χέρια
και την αίσθηση του κόσμου,
αλλά είμαι γεμάτος σκλάβους,
οι αναμνήσεις μου κυλάνε
και το σώμα συμβιβάζεται
στη σύγκλιση της αγάπης.

Όταν σηκωθώ, ο ουρανός
θα είναι νεκρός και λεηλατημένος,
εγώ ο ίδιος θα είμαι νεκρός,
νεκρή η επιθυμία μου, νεκρός
ο βάλτος χωρίς συγχορδίες.

Τα φιλαράκια δεν είπαν
πως ήταν πόλεμος
κι ήταν ανάγκη
να φέρω φωτιά και τρόφιμα.
Αισθάνομαι διασκορπισμένος,
προ των συνόρων,
ταπεινά σας ζητώ
να με συγχωρήσετε.

Όταν τα σώματα διαβούν,
θα μείνω μόνος
ξεφτίζοντας την ανάμνηση
του καμπανιστή, της χήρας και του μικροσκοπιστή
που κατοικούσαν στην καλύβα
και δεν βρέθηκαν
το πρωί

αυτό το πρωί
το περισσότερο νύχτα από τη νύχτα.


Ν' αγαπά

Τι άλλο μπορεί ένα πλάσμα παρά,
ανάμεσα σε πλάσματα, ν’ αγαπά;
Ν’ αγαπά και να ξεχνά,
ν’ αγαπά και να κακοαγαπά,
ν’ αγαπά, να ξαγαπά, ν’ αγαπά;
πάντα, και με θολά τα μάτια ακόμα, ν’ αγαπά;

Τι άλλο μπορεί, ρωτώ, το πλάσμα της αγάπης,
μοναχικό, σε συμπαντική περιστροφή, παρά
να περιστρέφεται κι αυτό, και ν’ αγαπά;
ν’ αγαπά ό,τι φέρνουν τα κύματα στην ακροθαλασσιά,
ό,τι αυτά ενταφιάζουν, και ό,τι στη θαλασσινή αύρα
είναι αλάτι, ή ακρίβεια αγάπης, ή απλή λαχτάρα;

Ν’ αγαπά μ' επισημότητα τις παλάμες της ερήμου,
ό,τι είναι υποταγή ή παρατηρητική λατρεία,
και ν’ αγαπά το αφιλόξενο, το ωμό,
μια γλάστρα χωρίς λουλούδι, ένα σιδερένιο πάτωμα,
και το αδρανές στήθος, και το δρόμο που τον είδε σ’ όνειρο, κι ένα αρπαχτικό πουλί.

Αυτή είναι η μοίρα μας: αγάπη αμέτρητη
διασκορπισμένη στα δόλια πράγματα ή στα μηδενικά,
απεριόριστη δωρεά σε μια πλήρη αχαριστία,
και, στο άδειο κοχύλι της αγάπης, η φοβισμένη αναζήτηση
η υπομονετική για ακόμη περισσότερη αγάπη.

Ν’ αγαπάμε την ίδια μας την έλλειψη αγάπης, και μες στη στέγνα μας
ν’ αγαπάμε το έμμεσο νερό, και το ανείπωτο φιλί, και την ατέλειωτη δίψα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου